Ένας κοσμοπολίτης από τη Θεσσαλονίκη
13 Δεκεμβρίου 2013 Η αίθουσα της αντιπροσωπείας της ΕΕ στο Βερολίνο ήταν γεμάτη. Αυτό δεν συμβαίνει συχνά στις λογοτεχνικές βραδιές όπου παρουσιάζονται ευρωπαίοι συγγραφείς. Αιτία για το ενδιαφέρον ήταν το γεγονός ότι ο λογοτέχνης ήταν αυτή τη φορά Έλληνας. Η Ελλάδα στην κρίση και πως αυτή αντανακλάται στη λογοτεχνία -το θέμα ενδιαφέρει και προσελκύει κόσμο. Μόνον που αυτό ακριβώς δεν απασχολεί το κεντρικό πρόσωπο της βραδιάς, τον ποιητή Βασίλη Αμανατίδη. Ο 43χρονος έχει γεννηθεί στην Έδεσσα, αλλά μεγάλωσε και ζει στη Θεσσαλονίκη, όπου σπούδασε Ιστορία, Αρχαιολογία και Ιστορία Τέχνης. Από το 1999 έχει δημοσιεύσει έξι συλλογές ποιημάτων και δύο συλλογές διηγημάτων. Κείμενα του έχουν δημοσιευθεί σε δέκα γλώσσες, ενώ ο ίδιος μεταφράζει ποίηση και πεζογραφία από τα αγγλικά στα ελληνικά.
Μια ποίηση χωρίς πολιτισμικές ρίζες
Στην αιτιολογία της για την απόφαση απονομής των βραβείων στον Γιώργο Σεφέρη και στον Οδυσσέα Ελύτη η Επιτροπή Νομπέλ ανέφερε και στις δύο περιπτώσεις το πόσο στενά συνυφασμένη είναι η ποίησή τους με την παράδοση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, με το ιαμβικό μέτρο. Τίποτα απ΄ όλα αυτά δεν συναντούμε στο έργο του Βασίλη Αμανατίδη, διαπιστώνει ο συντονιστής της λογοτεχνικής βραδιάς, ο διευθυντής του Λογοτεχνικού Εργαστηρίου του Βερολίνου, Τόμας Βόλφαρτ. Παρότι ο Βασίλης Αμανατίδης ζει μόνιμα και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη, η ποίηση και τα πεζά του φαίνεται να μην έχουν ελληνικές πολιτισμικές ρίζες και ούτε μπορούν να συσχετιστούν με τόπο, χρόνο και συνθήκες.
«Τα κείμενα θα μπορούσαν να έχουν γραφτεί κάπου αλλού -στη Νότια Αφρική, στις Φιλιππίνες. Από το κείμενο δεν μπορείς να βγάλεις συμπέρασμα για τον τόπο. Και όσον αφορά το χρόνο, το γεγονός ότι πρόκειται για το σήμερα μπορεί να το συμπεράνει κανείς μόνον από κάποιους τεχνικούς όρους όπως τηλεόραση και e-mail -αλλά τίποτα πέραν αυτών» εξηγεί ο Τόμας Βόλφαρτ.
Ο Βασίλης Αμανατίδης παραδέχεται ότι οι περισσότεροι αναγνώστες έχουν την ανάγκη αναγνωρίσιμων στοιχείων, όπως είναι τα τοπωνύμια για να μπορέσουν έτσι καλύτερα να προσανατολιστούν. «Όμως η λογοτεχνία δεν είναι γεωγραφία. Ανήκει σε έναν ενιαίο χώρο που στην πραγματικότητα δεν έχει να κάνει με τόπο. Τουλάχιστον, αυτός είναι ο τρόπος που το βλέπω εγώ. Και θα ήταν ακόμη καλύτερα εάν παραμερίσουμε τα περιοριστικά τερτίπια της εντοπιότητας προκειμένου να φτάσουμε στο μεδούλι της λογοτεχνίας που είναι η κοινή φύση του ανθρώπου» λέει ο έλληνας συγγραφέας.
Ένα τέτοιο κείμενο είναι το διήγημα «Το πόμολο στη γλάστρα», που διαδραματίζεται σε έναν κόσμο όπου κυριαρχεί το εκτυφλωτικό φως του ήλιου. Στους ανθρώπους απαγορεύεται να βγουν από το σπίτι, να έχουν συναναστροφές ή να τηλεφωνήσουν, για να μην τους δημιουργείται η ανάγκη να αναζητούν την επαφή με άλλους. Για να αποφευχθούν πιθανοί πειρασμοί αφαιρούνται από τις εξώπορτες τα πόμολα. Ένας όμως παραβιάζει αυτήν την εντολή και κρύβει το πόμολο σε μια γλάστρα. Κάποια στιγμή τολμά και κάνει το βήμα προς τα έξω. Μάταια.
Η μετουσίωση του πολιτικού γίγνεσθαι σε λογοτεχνία
Ακούγοντας αυτό το διήγημα πολλοί στην αίθουσα θυμήθηκαν το μυθιστόρημα «1984» του Τζορτζ Όργουελ. Σε άλλους πάλι έφερε στο νου το σκάνδαλο μαζικής παρακολούθησης από την αμερικανική μυστική υπηρεσία NSA. Όπως αποκάλυψε ο Βασίλης Αμανατίδης, η αφορμή για το διήγημα του ήταν πράγματι ένα πολιτικό γεγονός: η Σύνοδος Κορυφής στο Πόρτο Καρράς τον Ιούνιο του 2003. Όπως θυμάται, εκείνες τις ημέρες επικρατούσε ένας πανικός. Τα καταστήματα στους κεντρικούς δρόμους της Θεσσαλονίκης ήταν ασφαλισμένα με λαμαρίνες, διαδηλώσεις στην πόλη και βίαια επεισόδια στο Πόρτο Καρράς, τραυματισμοί. Το παράλογο ήταν ότι το θέμα της Συνόδου ήταν ένα νέο ευρωπαϊκό Σύνταγμα, δηλαδή η εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
«Εγώ ως ένας άνθρωπος που παρακολουθούσε την πολιτική απ΄ έξω, όπως και πολλοί από μάς τότε, αυτό που κατάλαβα ήταν η ταραχή. Προκειμένου να συμβεί μια αλλαγή προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο περνάς από το ένα ξεβόλεμα, από μια ανασφάλεια που αντανακλάται στο χώρο. Υποθέτω ότι κάθισε και ακούμπησε με ένα δικό μου κομμάτι εσωτερικού τρόμου και βγήκε αυτό το διήγημα με πραγματικά κλεισμένα παντζούρια. Δεν άντεχα το φως και αυτή την αίσθηση της έξω απειλής σε ένα καθεστώς ιντιμισμού θα έλεγα. Κάτι σαν ‘ας κρατήσω τον πυρήνα μου γιατί το έξω δεν ξέρουμε ποτέ τι είναι’» εξηγεί ο Βασίλης Αμανατίδης.
Ας σημειωθεί τέλος ότι Βασίλης Αμανατίδης βρίσκεται στο Βερολίνο με μια τρίμηνη υποτροφία του ομόσπονδου κρατιδίου της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας.
Παναγιώτης Κουπαράνης
Υπεύθ. σύνταξης: Άρης Καλτιριμτζής