Ένα σύντομο «βιογραφικό» της Μπούντεσβερ
6 Οκτωβρίου 2025
Η δήλωση του υπουργού Άμυνας της Γερμανίας προκάλεσε αίσθηση: «Δεν είμαστε σε πόλεμο, αλλά δεν είμαστε και σε απόλυτη ειρήνη». Στο μεταξύ την έχουν επαναλάβει αρκετά μέλη της γερμανικής κυβέρνησης. Αν αποδεχτεί κανείς αυτό το δεδομένο, ο στόχος, όπως τον περιέγραψε ο Μπόρις Πιστόριους μέσα στη Βουλή, μοιάζει αυτονόητος: «Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο όσον αφορά την ενίσχυση των αμυντικών μας δυνατοτήτων. Αξιόπιστη αποτροπή, ισχυρή επιχειρησιακή ετοιμότητα και υποστήριξη των εταίρων μας: αυτά είναι τα ζητήματα στα οποία θα μετρηθούμε».
Προκήρυξη... θέσεων
Μια από τις προτεραιότητες αφορά φυσικά την ενίσχυση σε προσωπικό. Αυτή τη στιγμή η Μπούντεσβερ (Bundeswehr) έχει ένα δυναμικό 183.000, συμπεριλαμβανομένων και των 11.300 εθελοντών, που δηλώθηκαν φέτος. Από αυτούς το 30% περίπου είναι πολιτικό προσωπικό, μηχανικοί, διοικητικοί, πληροφορικάριοι. Το 13% περίπου είναι γυναίκες. Η μέση ηλικία των μελών του προσωπικού της είναι τα 34 χρόνια. Στόχος είναι μέσα στην επόμενη πενταετία να φτάσει τις 203.000, με ανοδική πάντα τάση. Για αυτό και συζητείται τώρα έντονα η επαναφορά της υποχρεωτικής θητείας, που καταργήθηκε το 2011. Ένας λόγος ήταν ίσως τότε και ο βομβαρδισμός αιτήσεων από αντιρρησίες συνείδησης την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, με το ρεκόρ να σημειώνεται το 2002 με 189.644 αιτήσεις.
Τα χρυσά χρόνια
Δεν ήταν πάντα έτσι. Τις δεκαετίες του 1970-'80 η Μπούντεσβερ είχε ένα προσωπικό που άγγιζε τις 500.000. Ήταν άλλωστε μια υπόσχεση που είχε δώσει ο καγκελάριος Κόνραντ Άντεναουερ στους συμμάχους, στο πλαίσιο της ίδρυσής της τον Νοέμβριο του 1955, παράλληλα με την ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ και τον ρόλο της στον σχεδιασμό της Συμμαχίας. Το όνομά της επιλέχτηκε για να δείξει τον αμυντικό της χαρακτήρα (Wehr θα πει φράγμα), αλλά και για να τη διαφοροποιήσει από την προκάτοχό της, τη Βέρμαχτ. Πάντως, 40.000 άνδρες της τελευταίας αποτέλεσαν τη βασική δεξαμενή για την αρχική στελέχωσή της. Από τα τέλη της δεκαετίας του '60 ο στόχος άρχισε να προσεγγίζεται.
Αποστολές εκτός συνόρων
Ο αριθμός αυτός άρχισε να πέφτει μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Ωστόσο, από τη δεκαετία του 1990 και μετά, ο γερμανικός στρατός είχε ξεκινήσει να παίρνει μέρος σε διεθνείς αποστολές, θέλοντας να δείξει ουσιαστικά το ειρηνευτικό του πρόσωπο, μετά τη σχετική «έγκριση», γνωμοδότηση από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο το 1994. Το 1995 2.600 Γερμανοί στρατιώτες εντάχθηκαν στην Ifor/Sfor στη Βοσνία και το 1999 6.000 στην Kfor στο Κόσοβο.
Η προσπάθεια σταθερά ήταν να μην εμπλέκεται σε πολεμικές συγκρούσεις, αλλά να έχει περισσότερο χαρακτήρα υποστηρικτικό σε άλλες ΝΑΤΟϊκές δυνάμεις και επιχειρήσεις. Αυτό δεν στέφθηκε πάντα με επιτυχία, ούτε στην σχεδόν εικοσάχρονη παρουσία της Μπούντεσβερ στο Αφγανιστάν, που τελείωσε με τον γνωστό άδοξο τρόπο, ούτε στη συμμετοχή της στο Μάλι, μια απόφαση που είχε περισσότερο τον χαρακτήρα υποστήριξης στην εκεί γαλλική δύναμη, αλλά και του ΟΗΕ συνολικά.
«Επανίδρυση» 70 χρόνια μετά;
Ο Ζένκε Νάιτσελ, καθηγητής Πολεμικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Πότσνταμ, σημειώνει ότι η Μπούντεσβερ ήταν αρχικά ένα ΝΑΤΟϊκό πρότζεκτ, που σε αντίθεση με στρατούς άλλων χωρών είχε επί δεκαετίες το πρόβλημα ότι δεν μπορούσε να επικαλείται την παράδοση των παλαιότερων πολεμικών επιτυχιών. Αυτός ήταν ίσως και ο λόγος που ποτέ δεν έδειξε να ενθουσιάζει ιδιαίτερα τους νέους Γερμανούς.
Θα μπορούσε με κάποιο τρόπο να συμβεί κάτι τέτοιο τώρα, που όπως υποστηρίζει ο ιστορικός, η Μπούντεσβερ έχει ουσιαστικά ανάγκη για μια δεύτερη επανίδρυση, ακριβώς 70 χρόνια μετά, έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της εποχής; Οι μέχρι τώρα δημοσκοπήσεις για την ετοιμότητα των νέων Γερμανών να την υπηρετήσουν δεν δείχνουν προς το παρόν μια τέτοια προοπτική. Οι πολιτικοί θα πρέπει να αναζητήσουν άλλους τρόπους για να την κάνουν ελκυστική.
Πηγή: ΖEIT Geshichte