Βιασμός - ο μύθος και η πραγματικότητα
11 Νοεμβρίου 2014Πολύ συνηθισμένη εικόνα βιασμού αποτελεί η περίπτωση κάποιου που καιροφυλακτεί σε ένα σκοτεινό πάρκο για να αναγκάσει σε σεξουαλική επαφή την πρώτη γυναίκα που θα βρεθεί μπροστά του. Στη γλώσσα της στατιστικής ωστόσο ο βιασμός είναι πράξη που γίνεται σε προϋπάρχουσα σχέση, είτε συναδελφική, είτε φιλική, είτε συγγενική, είτε ακόμη και με τον ίδιο τον σύντροφο.
Να σημαίνει το "ναι", "όχι";
Το άρθρο 177 του γερμανικού ποινικού κώδικα, που ορίζει την πράξη βιασμού, προϋποθέτει άσκηση βίας ή απειλή κινδύνου κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του θύματος ή ακόμη αδυναμία προστασίας από το δράστη. Σε διαφορετική περίπτωση -πάντα στη γλώσσα της νομικής- δεν υπάρχει βιασμός. Με άλλα λόγια η απάντηση «όχι, δεν θέλω» δεν επαρκεί για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα του βιασμού. Μια απαράδεκτη προσέγγιση του νομοθέτη, υποστηρίζει η Έτα Χαλένγκα από το συμβουλευτικό σταθμό γυναικών του Ντίσελντορφ. «Οι λιγότερες γυναίκες γνωρίζουν αυτήν τη διαφορά. Όταν λένε όχι, παρακαλούν, κλαίνε και ικετεύουν κάποιον να σταματήσει. Και εξαγριώνονται κατόπιν όταν ο νομοθέτης δεν αναγνωρίζει την πράξη ως βιασμό».
Και μάλιστα η Έτα Χαλένγκα έχει παρατηρήσει ότι εξαιτίας αυτού σε πολλές περιπτώσεις βιασμού η εισαγγελία δεν προχωρά καν σε άσκηση ποινικής δίωξης παρά τη μήνυση που υποβάλλει η παθούσα. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία του Ινστιτούτου Ποινικών Ερευνών της Κάτω Σαξονίας, το 2012 μόνο ένα ποσοστό του 8,4% των υποθέσεων ολοκληρώθηκαν με την καταδίκη του δράστη.
Ρευστά τα όρια
Οι υπουργοί Δικαιοσύνης των κρατιδίων αλλά και της κεντρικής κυβέρνησης σκοπεύουν τώρα να αλλάξουν το συγκεκριμένο άρθρο χωρίς να υπάρχουν πληροφορίες για το περιεχόμενο. Εικάζεται ότι θα είναι προς την κατεύθυνση του «όχι, σημαίνει όχι». Η Γερμανία βρίσκεται υπό πίεση, γιατί τον περασμένο Αύγουστο υπέγραψε την Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης, η οποία ποινικοποιεί πράξεις σεξουαλικής βίας χωρίς τη συναίνεση. Ο ομοσπονδιακός υπουργός Δικαιοσύνης Χάικο Μαας παραδέχθηκε την περασμένη εβδομάδα ότι υπάρχουν νομοθετικά κενά τα οποία πρέπει να κλείσουν. Στο ερώτημα πόση αντίσταση θα πρέπει να προβάλει το θύμα για να θεωρείται ότι υπέστη βιασμό δεν διευκρινίζεται από το υπάρχον νομικό σύστημα.
Οι επικριτές της αναθεώρησης επί το αυστηρότερο υποστηρίζουν ότι θα αυξηθούν οι περιπτώσεις λανθασμένων κατηγοριών. Θεωρούν ότι η σεξουαλική επαφή δύο ανθρώπων είναι πολύπλοκη και συχνά αντιφατική, τα δε όρια ανάμεσα στην επαφή με συγκατάθεση και στην άσκηση βίας καμιά φορά ασαφή. Ένα «όχι» μπορεί να υποδηλώνει «ναι» και ένα «ναι» να μη φανερώνει πραγματική θέληση.
Δυσκολίες ερμηνείας επικαλούνται οι επικριτές όταν οι σεξουαλικές πράξεις αποκλίνουν από τις κοινωνικές νόρμες, όπως στην περίπτωση των σαδομαζοχιστικών πρακτικών. Αλλά η Ντάγκμαρ Φρόιντενμπεργκ από τον Σύνδεσμο Γερμανίδων Νομικών δεν διακρίνει ποιο είναι το πρόβλημα. «Σε σαδομαζοχιστικές σχέσεις δεν επεμβαίνουμε γιατί διέπονται από βασικούς κανόνες. Συμφωνείται μια λέξη και όταν λέγεται, τότε σταματούν αυτές οι πράξεις. Εκλαμβάνεται ως συναίνεση ή ως ανάκληση της συναίνεσης όπως συμβαίνει και σε άλλες περιπτώσεις».
Σειρά μέτρων
Η απόδειξη της πράξης βιασμού στο δικαστήριο δεν πρόκειται να διευκολυνθεί με τη μεταρρύθμιση του συγκεκριμένου άρθρου. «Για μένα σημασία δεν έχει εάν αυξηθούν οι μηνύσεις ή οι καταδίκες», υποστηρίζει η Έτα Χαλένγκα. «Για μένα σημασία έχει η στάση που έχουμε απέναντι στη σεξουαλική αυτοδιάθεση. Η παράγραφος 177 είναι ένα χαστούκι στο πρόσωπο σε ό,τι αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα».
Και οι δύο συμφωνούν ότι για την προστασία των γυναικών από σεξουαλική βία χρειάζεται μια σειρά από μέτρα. Στα λιγότερα ομόσπονδα κρατίδια υπάρχει η δυνατότητα ελέγχου γενετικού υλικού χωρίς ανάμειξη των διωκτικών αρχών. Διότι μόλις υποπέσει στην αντίληψή τους κάτι τέτοιο, αυτεπάγγελτα ασκούν δίωξη αφαιρώντας την απόφαση από την κρίση της παθούσας. Συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις οι γυναίκες χρειάζονται χρόνο για να υποβάλουν μήνυση, διότι θέλουν να σκεφτούν ενδεχόμενες συνέπειες.
Marcus Lütticke / Ειρήνη Αναστασοπούλου