Γλυπτά Παρθενώνα: Αθήνα-Λονδίνο σε επίσημες συζητήσεις
19 Μαΐου 2022Για πάνω από 200 χρόνια τα Γλυπτά του Παρθενώνα βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου. Για πολλούς Βρετανούς όμως τα Γλυπτά αποκαλούνται «Ελγίνεια Μάρμαρα» και η επιστροφή τους στην Ελλάδα όχι μόνο δεν αποτελεί προτεραιότητα αλλά θεωρείται καταστροφή για το μέλλον του Μουσείου.
Η Unesco, η οποία εξετάζει το θέμα από το 1984, δρα ως διαμεσολαβητής μεταξύ των δυο χωρών έχοντας παράλληλα γίνει γνωστό ότι τάσσεται υπέρ της επανένωσης.
Με αφορμή λοιπόν τη χθεσινή Παγκόσμια Ημέρα των Μουσείων στις 18 Μαΐου, η Διακυβερνητική Επιτροπή της Unesco για την προώθηση της επιστροφής πολιτιστικών αγαθών στις χώρες προέλευσής τους ή αποκατάστασής τους σε περίπτωση παράνομης ιδιοποίησης (ICPRCP) ανακοίνωσε αιφνιδιαστικά ότι Ελλάδα και Ηνωμένο Βασίλειο δέχτηκαν να δρομολογήσουν επίσημες συζητήσεις για το θέμα της επανένωσης.
Το παρασκήνιο των διαπραγματεύσεων
Μέχρι στιγμής γνωρίζουμε λίγες λεπτομέρειες σχετικά με τη συνάντηση. Η πίεση προς τις δύο χώρες έγινε τον Μάρτιο, όταν η Γραμματεία έστειλε επιστολές ζητώντας πληροφορίες σχετικά με το ζήτημα και προτείνοντας τη διευκόλυνση του διαλόγου.
Στις 8 Απριλίου το Ηνωμένο Βασίλειο απάντησε, ενώ η Ελλάδα στις 18 του ίδιου μήνα. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 29 Απριλίου, το Λονδίνο απέστειλε επίσημη πρόσκληση στην Αθήνα όπου και έγινε αμέσως αποδεκτή.
Την ελληνική πλευρά θα εκπροσωπήσει η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, ενώ τη βρετανική ο κοινοβουλευτικός γραμματέας του υπουργείου Πολιτισμού, Λόρδος Πάρκινσον. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η έκθεση της Unesco, η συνάντηση θα γίνει «εν ευθέτω χρόνω», δηλαδή την κατάλληλη στιγμή.
Ναι μεν… αλλά
Ποια ακριβώς είναι αυτή δεν είναι απόλυτα γνωστό καθώς το Ηνωμένο Βασίλειο παρότι δέχεται να έρθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων δείχνει να κρατά την πάγια θέση που έχει στο ζήτημα.
Σήμερα τα βρετανικά μέσα δεν έχουν αναδείξει το θέμα, ενώ ο ίδιος ο Λόρδος Πάρκινσον όσες φορές έχει αναφερθεί στην επανένωση των Γλυπτών απλώς επαναλαμβάνει ότι «η κυβέρνηση στηρίζει πλήρως τη διοίκηση του Βρετανικού Μουσείου που είναι και το μόνο αρμόδιο για το ζήτημα».
Ζωή Κατζαγιαννάκη, Λονδίνο