Ελληνική συμμετοχή στη Berlinale
11 Φεβρουαρίου 2008Είναι γεγονός ότι στην Berlinale οι ελληνικές ταινίες δεν έχουν εύκολα πρόσβαση, αλλά και όταν έχουν, τότε δεν διακρίνονται. Αυτό έχει συμβεί τόσο με το “Το λιβάδι που δακρύζει” του Θόδωρου Αγγελόπουλου, όσο και με τον “Δεκαπενταύγουστο” του Κωνσταντίνου Γιάνναρη και τη “Γλυκιά πατρίδα” του Φίλιππου Τσίτου. Αυτή η δυσκολία πρόσβασης δεν ισχύει μόνο για το διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ, αλλά και για τα άλλα δύο σημαντικά: το Πανόραμα και το Φόρουμ Νέου Κινηματογράφου. Η τελευταία ελληνική ταινία που παίχτηκε εδώ ήταν πριν δύο χρόνια η ‘Κινέτα’ του Γιώργου Λάνθιμου. Φέτος επιλέχθηκε η “Διόρθωση” του Θάνου Αναστόπουλου.
Ποιοι ήταν άραγε οι λόγοι που ο διευθυντής του Φόρουμ, Christoph Terhechte επέλεξε αυτό το φιλμ;
«Πρόκειται για μια δυναμική ταινία ενός κινηματογραφιστή που ξεχωρίζει από τις άλλες. Όπως και η ‘Κινέτα’, έτσι και η ‘Διόρθωση’ δεν είναι χαρακτηριστικές ελληνικές ταινίες, έχουν μια έντονη προσωπική οπτική γωνία. Και αυτό μας άρεσε.... Άλλωστε το Φόρουμ της Berlinale ενδείκνυται για τέτοιου είδους πειράματα, αλλά ακόμη και για πιο ριψοκίνδυνες ταινίες.»
Έγκλημα και τιμωρία
Η ταινία αναφέρεται στην αυξανόμενη βία, τον ρατσισμό και τον εθνικισμό της ελληνικής κοινωνίας μέσα από την ιστορία ενός άντρα, μιας γυναίκας και ενός παιδιού και επαναδιαπραγματεύεται με τολμηρό τρόπο το παραδοσιακό σχήμα «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια».
Ο Γιώργος, ο κεντρικός ήρωας, είναι ένας πρώην ακροδεξιός χούλιγκαν που σκοτώνει το 2004 έναν Αλβανό φίλαθλο στην Αθήνα, την ώρα που πανηγύριζε τη νίκη της Αλβανίας στο Αγώνα Ελλάδας-Αλβανίας. Μετά την έκτιση της ποινής του βλέπουμε ένα σχεδόν βουβό πρωταγωνιστή να περιπλανιέται και να παρατηρεί μια Αθήνα ακρωτηριασμένη, τριτοκοσμική, ανάμεσα σε περιθωριακούς, σε μετανάστες και άστεγους. Ο Θάνος Αναστόπουλος, γνωρίζει πολύ καλά τι περιγράφει. Σε μια τέτοια περιοχή στο κέντρο της Αθήνας βρίσκεται και το πατρικό του σπίτι: «Λόγω των χαμηλών ενοικίων είναι περιοχή που έχει πάρα πολλούς μετανάστες, οι οποίοι ας πούμε ότι συνυπάρχουν αρμονικά με τους υπόλοιπους Έλληνες πολίτες. Ξέρετε, η κατάσταση των μεταναστών στην Ελλάδα δεν είναι ακόμη πλήρως θεσμοθετημένη. Παρ΄ όλα αυτά έχεις την αίσθηση ότι από κάτω υπάρχει ένα υπόγειο ρεύμα εντάσεων.»
Η μεταμέλεια του Γιώργου
Βγαίνοντας από την φυλακή ο Γιώργος αναζητεί τη γυναίκα και την κόρη του Αλβανού που είχε δολοφονήσει. Τις παρακολουθεί και τις ακολουθεί σιωπηλά. Προσπαθεί να έρθει σε επαφή μαζί τους. Διανυκτερεύει στην ύπαιθρο απέναντι από το διαμέρισμά τους, ψήνει σουβλάκια σε ένα αλβανικό σουβλατζίδικο και έρχεται σε σύγκρουση με την εθνικιστική και νεοφασιστική οργάνωση στην οποία ανήκε. Με όλα αυτά ο Γιώργος επιδιώκει σαφώς ένα είδος εξιλέωσης, επιδιώκει να τον συγχωρήσει η Αλβανίδα που της σκότωσε τον άνδρα. Πως μπορείς όμως ως θύτης να επανορθώσεις έναν φόνο; Πως να συγχωρέσει κάποιος τον φονιά ενός οικείου του; Και όμως η Αλβανίδα ξεπερνά τον εαυτό της. Δεν παραβλέπει τις προσπάθειες που κάνει ο Γιώργος για να επανορθώσει το ανεπανόρθωτο, τον καλεί ακόμα και στο σπίτι της:
«Μερικές φορές», λέει ο σκηνοθέτης, «όταν γυρίζεις πίσω, θες να διορθώσεις ένα πράγμα που έχει χαλάσει, αλλά δε γίνεται. Είναι αδύνατο και υπό αυτήν την έννοια η διόρθωση σε προσωπικό επίπεδο είναι αδύνατη. Δε μπορεί να διορθώσει κανείς αυτό το πράγμα που έχει γίνει. Το μόνο που μπορεί κανείς να διορθώσει θεωρητικά, είναι το ότι πρέπει εμείς ως θεατές πια και ως ενεργοί πολίτες να θελήσουμε να έχουμε μια πιο ενεργή παρουσία στο να αλλάξουν τα πράγματα στην καθημερινότητά μας.»
Γιατί όχι στην Αθήνα;
Η ταινία του Θάνου Αναστόπουλου έχει και άλλες πτυχές. Σε κάποια φάση μαθαίνουμε ότι ο Γιώργος, ο δολοφόνος του Αλβανού, ήταν ο ίδιος γιος Ελλήνων μεταναστών στη Γερμανία:
«Συμβαίνει πολλές φορές η δεύτερη, ας την πούμε, γενιά μεταναστών, εάν δε μείνει στο χώρο που μεταναστεύουν οι γονείς της, δηλαδή επιστρέψει ως αντίδραση στην εντός εισαγωγικών πατρίδα, να περιχαρακωθεί σε εθνικά πρότυπα». Μετά το Βερολίνο η ‘Διόρθωση’ θα συμμετάσχει στα φεστιβάλ κινηματογράφου στη Γκουανταλαχάρα του Μεξικού, στη Νέα Υόρκη και στο Ροσέλ της Γαλλίας. Παρά ταύτα, θα πρέπει να θεωρηθεί βέβαιο ότι δεν θα προβληθεί στις ελληνικές αίθουσες, επειδή δεν θεωρείται εμπορική ταινία. Κρίμα.