Κόλαφος από Ευρωβουλή για τη δολοφονία της Δάφνης
18 Δεκεμβρίου 2019Έχουν περάσει 26 μήνες από τη δολοφονία της Δάφνης Καρουάνα Γκαλίσια, η οποία ερευνούσε υποθέσεις διαφθοράς στη Μάλτα και πιθανή ανάμειξη πολιτικών σε σκοτεινά κυκλώματα. Το εγκλημα δεν έχει εξιχνιασθεί. Οι ευρωβουλευτές ασκούν πιέσεις στην κυβέρνηση του Τζόζεφ Μουσκάτ και ζητούν απαντήσεις με ψήφισμά τους που θα εγκριθεί εκτός απροόπτου την Πέμπτη. Κάποιοι αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο κυρώσεων. Η Μαλτέζα ευρωβουλευτής του Συντηρητικού Κόμματος Ρομπέρτα Μετσόλα δηλώνει στην Deutsche Welle ότι «το αίτημα για δικαιοσύνη και αλήθεια είναι πανεθνικό αλλά αυτό που βλέπουμε όλο αυτό το χρονικό διάστημα είναι πως η κυβέρνηση της Μάλτας κάνει ό,τι μπορεί για να μην λάμψει η αλήθεια να μην επικρατήσει η δικαιοσύνη».
Στην αρχή πολλοί δίσταζαν να κατηγορήσουν το κυβερνών Εργατικό Κόμμα και τον πρωθυπουργό Μουσκάτ για αδράνεια ή συγκάλυψη. Ίσως δεν έβλεπαν επαρκείς ενδείξεις ή θεωρούσαν ότι η υπόθεση εντάσσεται στην αιώνια αντιπαράθεση Συντηρητικών και Εργατικών. Τα πράγματα αλλάζουν το αργότερο από τις αρχές Δεκεμβρίου, όταν εμπλέκεται στην υπόθεση- κατά τρόπο που ακόμη δεν έχει διευκρινιστεί- το όνομα του Κιθ Σέμπρι, διευθυντή του πολιτικού γραφείου του Μουσκάτ. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός δηλώνει ότι θα παραιτηθεί αλλά όχι αμέσως. «Εγώ θα σκεπτόμουν ότι σε μία δημοκρατία, όταν ο πρωθυπουργός παραιτείται, τότε παραιτείται αμέσως» λέει η ευρωβουλευτής Ρομπέρτα Μετσόλα. «Δεν παραμένει στην εξουσία για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο διάστημα, καλύπτοντας την αλήθεια. Άλλωστε στη Μάλτα ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης μπορεί άμεσα να αναλάβει καθήκοντα πρωθυπουργού, αν χρειαστεί. Θα μπορούσε να το κάνει αλλά δεν το έκανε. Γιατί δεν το έκανε;»
«Διχασμένη η κοινωνία της Μάλτας»
Σχεδόν όλες οι πολιτικές ομάδες του Ευρωκοινοβουλίου στηρίζουν το αυστηρό ψήφισμα-μήνυμα για τη Μάλτα. Μέχρι την τελευταία στιγμή δεν ήταν απολύτως σαφής η στάση των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών, οι οποίοι πάντως, όπως τονίζει η επικεφαλής Ιράτσε Γκαρθία Πέρες «στήριζαν και πάντα θα στηρίζουν το κράτος δικαίου». Μεγάλη δημοσιότητα πήρε η τελευταία αποστολή ευρωβουλευτών στη Μάλτα, προ ημερών, στην οποία συμμετείχαν μεταξύ άλλων η Ρομπέρτα Μετσόλα, αλλά και ο Στέλιος Κούλογλου. Μιλώντας στους δημοσιογράφους, στο Στρασβούργο, ο Έλληνας ευρωβουλευτής επισημαίνει ότι «υπήρχε τεράστιο ενδιαφέρον από τα μέσα ενημέρωσης. Δεν έχω ξαναδεί τόσους δημοσιογράφους και τόσα τηλεοπτικά συνεργεία να περιμένουν μετά από κάθε συνάντηση να μας μιλήσουν. Αλλά κυρίως οφείλεται στην απίστευτη οικογένεια της Καρουάνα Γκαλίσια και σε κάποιους άλλους ακτιβιστές το ότι η υπόθεση προχώρησε και ήρθαν όλα αυτά στο φως. Διαφορετικά η ιστορία θα κρυβόταν κάτω από το χαλί ή θα επικρατούσε η ερμηνεία ότι οι δράστες είχαν ως αποκλειστικό κίνητρο τα χρήματα για να σκοτώσουν τη δημοσιογράφο».
Πάντως, επισημαίνει ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, η κοινωνία της Μάλτας παραμένει διχασμένη. «Σχεδόν το ήμισυ του πληθυσμού υποστηρίζει το Εργατικό Κόμμα. Δεν είχαμε πάντως αρνητικές αντιδράσεις κατά την επίσκεψή μας. Είδαμε τον πρωθυπουργό, ο οποίος βέβαια δεν ήταν πολύ ευτυχής που μας δέχθηκε, αλλά ούτως η άλλως δεν είναι πολύ ευτυχής αυτές τις μέρες...»
«Κλίμα εκφοβισμού»
Το ενδεχόμενο κυρώσεων στη Μάλτα με βάση το άρθρο 7 συζητείται ανοιχτά, αλλά προς το παρόν η Ρομπέρτα Μετσόλα επισημαίνει ότι αυτό που προέχει είναι να ασκηθεί η «μέγιστη δυνατή πίεση». Η ευρωβουλευτής συμφωνεί με την εκτίμηση ότι η κοινωνία της Μάλτας παραμένει διχασμένη, αλλά πιστεύει ότι αυτό οφείλεται σε πολύ συγκεκριμένους λόγους. «Όσοι στηρίζουν την κυβέρνηση του Εργατικού Κόμματος έχουν υποστεί πλήρη παραπληροφόρηση» λέει η Ρομπέρτα Μετσόλα. «Στη διάρκεια της επίσκεψής μας ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης έλεγαν ότι το κυβερνών κόμμα είχε κινητοποιήσει διάφορα τρολ που δεν είχαν άλλον σκοπό παρά να εκφοβίσουν τους διαδηλωτές. Τους φωτογραφίζουν στους δρόμους. Κρατικοί λειτουργοί δεν εκφράζουν άποψη. Υπάρχει μία διάχυτη αίσθηση φόβου. Αλλά όπως επισημαίνει και ο Έλληνας συνάδελφός μου, ο αριθμός των διαδηλωτών και των μέσων ενημέρωσης από όλον τον κόσμο που καλύπτουν τις κινητοποιήσεις, είναι η απόδειξη ότι ο φόβος υποχωρεί».
Γιάννης Παπαδημητρίου, Στρασβούργο