Μια βραδιά που είναι αδύνατον να ξεχάσεις
9 Νοεμβρίου 2024«Η μέρα που άνοιξε το τείχος του Βερολίνου». Η φράση που έγινε κλισέ για να δικαιολογεί από πολιτικούς και αναλυτές οτιδήποτε ακολούθησε, οποιαδήποτε επιλογή τους, οποιοδήποτε αξίωμα, στο οποίο προσπάθησαν να στηρίξουν τις αποφάσεις ή ακόμα και τα λάθη τους. Όμως τα ιστορικά γεγονότα ουδεμία ευθύνη φέρουν για τις διάφορες ερμηνείες ή παρερμηνείες τους.
Η αλήθεια είναι ότι εκείνη η βραδιά πράγματι άλλαξε τον κόσμο. Και αν ρωτήσετε όσους την έζησαν, όλοι θα έχουν να σας διηγηθούν ακόμα και ασήμαντες λεπτομέρειες. Τι είχαν φάει εκείνο το βράδυ, τι ρούχα ή τι παπούτσια φόραγαν... Γιατί είναι στιγμές, που χαράσσονται στη μνήμη για πάντα, χωρίς να χρειάζεται να κοπιάσεις για να τις ανασύρεις στο μυαλό σου.
Όταν συνέβη το απίστευτο
Συνέβησαν πολλά μαζεμένα και μάλλον απρόσμενα εκείνη τη βραδιά. Η παταγώδης κατάρρευση ενός «μοντέλου», που είχε επί δεκαετίες συγκινήσει εκατομμύρια ανθρώπων σε ολόκληρη την Ευρώπη, αλλά και σε ολόκληρο τον πλανήτη. Ένα μοναδικό παράδειγμα, για το πώς μπορεί ένα καθεστώς που μοιάζει πανίσχυρο να καταρρεύσει μέσα σε λίγες μέρες. Παράλληλα ήταν και μια απόδειξη του πόσο απρόβλεπτη μπορεί να γίνει η Ιστορία, ειδικά όταν οι πολιτικές ηγεσίες αδυνατούν να συλλάβουν τα μηνύματα της κοινωνίας. Ένα μάθημα πάντως, το οποίο στο μεταξύ οι περισσότεροι πολιτικοί, ανεξαρτήτως χρώματος, τείνουν να λησμονούν.
Είναι όμως και μια ιστορία πολλαπλών απογοητεύσεων και διαψεύσεων... Πρώτα το όνειρο εκείνων, που είχαν ρισκάρει πολλά, κάνοντας αντιπολίτευση σε ένα απάνθρωπο και σκληρό καθεστώς και φαντάστηκαν, ότι είχε έρθει η ώρα να ζήσουν την «πραγματική δημοκρατία». Ένα όνειρο, που χάθηκε πολύ γρήγορα, όταν οι πραγματικά αντικαθεστωτικοί παραμερίστηκαν από μαριονέτες της Βόννης και τα πλήθη, που κάποτε φώναζαν «Είμαστε ο λαός», αποφάσιζαν ότι τους αρκούσε να είναι τελικά ευτυχείς καταναλωτές με το δυτικό μάρκο στην τσέπη. Έτσι ήρθε το «Είμαστε ένας λαός», που σήμαινε ότι θέλουμε την ίδια ποιότητα ζωής, τους ίδιους μισθούς, τις ίδιες ευκαιρίες. Αλλά και αυτό το όνειρο δεν κράτησε πολύ. Κάποιοι μιλούσαν από τότε για «προσάρτηση», με όρους νικητών για τους νικημένους και όχι για πραγματική ενοποίηση.
Κοιτώντας το χθες καταλαβαίνουμε το σήμερα
Ολα αυτά μπορεί να φαντάζουν για κάποιους μακρινή ιστορία. Ειδικά για τις νέες γενιές κάτω των 30, που «πολιτικοποιήθηκαν» σε μια εποχή, η οποία σε μεγάλο βαθμό κυριαρχήθηκε από την ευφορία για το τέλος του ψυχρού πολέμου και από μια έξαρση αμβλύνοιας περί «τέλους της Ιστορίας». Αλλά η γνώση εκείνων των γεγονότων μπορεί να βοηθήσει να καταλάβει κανείς τη σημερινή Γερμανία, τη συνεχιζόμενη «διαίρεση μέσα στα κεφάλια», την ανατριχίλα, που αισθάνεται ο φοβισμένος Γερμανός μικροαστός, όταν ακούει για «αλληλεγγύη» εντός της Ευρωζώνης, την ευαλωτότητα μιας κοινωνίας σε ρατσιστικά και ξενοφοβικά συνθήματα.
Σήμερα στα πρώην ανατολικογερμανικά κρατίδια η πλειοψηφία, έστω και οριακή, δηλώνει ακόμα ότι αισθάνεται «πολίτης δεύτερης κατηγορίας». Και συχνά ζητά να εκδικηθεί για τις χαμένες προσδοκίες, να τιμωρήσει εκείνους που της υπόσχονταν, δίνοντας τώρα ψήφο σε ακροδεξιές δυνάμεις. Η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι αυτό συμβαίνει ακριβώς εκεί, όπου υποτίθεται ότι οικοδομήθηκε ένα κράτος με συνεκτικό ιστό, ιδεολογικό στήριγμα και κεντρική δικαιολογία ύπαρξης τον «αντι-φασισμό».
Το να θυμηθεί κανείς τι συνέβη το Νοέμβρη του 1989 είναι συνεπώς πολύ χρήσιμο. Βοηθάει να καταλάβει τα αδιέξοδα και τις πληγές μιας Γερμανίας, που συγκολλήθηκε βιαστικά, ενάντια στις ανησυχίες των «εταίρων» της. Είναι μνημειώδης η φράση του Φρανσουά Μιτεράν: «Αγαπώ πολύ τη Γερμανία, γι' αυτό και θέλω να υπάρχουν δύο τέτοιες». Δείχνει όμως και γιατί αυτό, που κάποιοι κάποτε βάφτισαν ως «πείραμα και για τη μεγάλη ενοποίηση της Ευρώπης», δεν μπορεί να λειτουργήσει ως πρότυπο.
Όπως πρόσφατα τόνιζε ένας κοινωνιολόγος, γεννημένος στην Ανατολική Γερμανία στα τέλη της δεκαετίας του '80, ήταν μια κοινωνία πολύ σφιχτή, ομογενοποιημένη, αλλά απομονωμένη από τον υπόλοιπο κόσμο. Αυτός ο ιδιόμορφος «σοσιαλιστικός επαρχιωτισμός» δεν έχει ουσιαστικά ξεπεραστεί ούτε σήμερα, γιατί κανείς δεν είχε συνταγή για το «πώς»…
Η ταπετσαρία
«Αν ο γείτονάς σου αλλάζει ταπετσαρίες, θα αλλάξεις κι εσύ;». Με τον αφοπλιστικό αυτό τρόπο είχε απαντήσει ο Κουρτ Χάγκερ, υπεύθυνος προπαγάνδας του κυβερνητικού κομμουνιστικού κόμματος (Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα – ΕΣΚΓ ήταν η επίσημη ονομασία) της Ανατολικής Γερμανίας, όταν το Μάιο του 1989 κάποιοι ξένοι δημοσιογράφοι τον ρώτησαν για το ενδεχόμενο να ακολουθήσει το Ανατολικό Βερολίνο την πολιτική μεταρρυθμίσεων, που είχε υιοθετήσει το αδελφό κόμμα της Μόσχας, υπό τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. Το πρόβλημα ήταν βέβαια πως η επιχείρηση «ανασυγκρότηση» δεν ήταν απλά μια διακοσμητική επιχείρηση αλλαγής ταπετσαρίας, αφού, όπως αποδείχτηκε, οι τοίχοι ήταν έτοιμοι να καταρρεύσουν.
Η εχθρική στάση απέναντι στην Σοβιετική Ενωση, από τη στιγμή που ξεκίνησαν εκεί οι μεταρρυθμίσεις, ήταν μόνο ένα μικρό δείγμα αυτής της διαφωνίας με την πραγματικότητα. Θυμάμαι τον συνάδελφο, ανταποκριτή στο Βερολίνο για μια εφημερίδα κομμουνιστικού κόμματος της Δύσης, να μου δείχνει στα τέλη Μαρτίου της επόμενης χρονιάς ένα φύλλο της εφημερίδας του, με ημερομηνία 26 Οκτωβρίου 1989. Του παραδόθηκε όμως στις 26 Φλεβάρη του '90. «Την είχε κρατήσει η Στάζι» (η κρατική ασφάλεια) μου είπε. Στο εξώφυλλο φιγουράριζε η έγχρωμη φωτογραφία από την επίσκεψη του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ στη Φινλανδία. Αυτό δεν άρεσε στους λογοκριτές.
Το «σιδερένιο χέρι»
Στα αρχεία της Στάζι, της κρατικής υπηρεσίας ασφαλείας (Staatssicherheit - StaSi) θα αντικρύσει κανείς καταγεγραμμένη την ανησυχία της «κομματικής βάσης» για την πολιτική, που είχε εγκαινιάσει η Σοβιετική Ένωση για τον Τύπο, η οποία, όπως τονιζόταν, ενισχύει τάσεις για φαινόμενα αναρχίας. Το επίσημο κομματικό όργανο, η «Νόιες Ντόιτσλαντ» θα είχε καθημερινά τουλάχιστον μια φωτογραφία του «ηγέτη» Εριχ Χόνεκερ. Ενα από τα ανέκδοτα, που κυκλοφορούσαν στη χώρα, έλεγε ότι το μόνο αληθινό, που ήταν τυπωμένο στις σελίδες της ήταν η ημερομηνία κυκλοφορίας.
Φυσικά και υπήρχαν ορισμένοι, μέσα στο κόμμα, που έβλεπαν ότι η νοσηρή κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο. Ήταν όσοι έρχονταν σε καθημερινή επαφή με την πραγματική «βάση», αυτοί που δεν περιόριζαν την καθημερινότητά τους σε πλούσιες βίλες στα προάστια και στα ειδικά καταστήματα με τα δυτικά προϊόντα.
Ωστόσο η κομματική ηγεσία, ελέγχοντας με «σιδερένιο χέρι» έναν μηχανισμό, που ήταν έτσι κι αλλιώς σχεδιασμένος να λειτουργεί από τα πάνω προς τα κάτω, φρόντιζε να εξουδετερώνει έγκαιρα κάθε διαφορετική φωνή. Θεσμοί ελέγχου της εξουσίας δεν υπήρχαν, χώρος για κριτική δεν δημιουργείται πουθενά μέσα σε ένα στεγανό και αδιάφανο κύκλωμα. Συστηματικά χρησιμοποιείται η τακτική της διάβρωσης ή της ενσωμάτωσης κάθε ενός, που θα τολμήσει να πει κάτι παραπάνω.
Ο λάθος λαός
Από ένα τέτοιο καθεστώς δεν θα μπορούσε να λείπει η καταστολή. Σκοτεινές σκιές ακολουθούν βήμα-βήμα τους σεσημασμένους της «αντι-σοσιαλιστικής» δράσης, πολλοί από αυτούς αναγκάζονται σε εγκατάλειψη της «Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας», άλλοι θα μείνουν φυλακισμένοι για χρόνια. Όμως το καθεστώς φαίνεται ότι έχει αρχίσει να συναισθάνεται την ανασφάλειά του και κάποιοι φλερτάρουν ανοικτά με την ιδέα ακόμα πιο αυταρχικών λύσεων. Ανατριχιαστικός ο τρόπος παρουσίασης των γεγονότων εκείνων των ημερών στην πλατεία Τιενανμέν στην Κίνα. Ο χαρακτηρισμός των δολοφονημένων φοιτητών ως «αντεπαναστατών» είναι μια έμμεση απειλή, που δύσκολα μπορεί κανείς να μην αποκρυπτογραφήσει. Ευτυχώς τα πράγματα εξελίχθηκαν αλλιώς.
Όπως θα πει αργότερα ο προτελευταίος πρωθυπουργός της Ανατολικής Γερμανίας, Χανς Μόντρο, ο Έριχ Χόνεκερ και η παρέα του έλεγαν συνέχεια ότι «είμαστε εδώ για τον λαό, αλλά κατά βάση ήθελαν έναν άλλο λαό, γιατί με αυτόν δεν τα έβγαζαν πέρα.»
*Απόσπασμα από το βιβλίο μου "Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου", που είχε κυκλοφορήσει για τα 30 χρόνια μετά τα γεγονότα, τον Νοέμβριο του 2019.