Οι έλληνες ζωγράφοι του Βερολίνου
23 Δεκεμβρίου 2014Κυριακή, 11:00 το πρωί, μπροστά από το παράρτημα του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού στη γερμανική πρωτεύουσα οκτώ άτομα επιβιβάζονται σε ένα Μίνι Βαν. Μόλις ξεκινά, ο Ανέστης Αζάς, σκηνοθέτης του θεατρικού έργου «Τηλέμαχος – Should I Stay Or Should I Go» βάζει ένα CD που αρχίζει με μουσική του Michael Nyman, ενώ στη συνέχεια ακούγεται κάποιος να αυτοσυστήνεται στα γερμανικά.
«Ονομάζομε Δημήτρης Τζαμουράνης, ζω στο Βερολίνο από το 1994. Το ατελιέ μου είναι στην περιοχή Τέμπελχοφ, στο κτήριο Ούλσταϊν». Ο Δημήτρης Τζαμουράνης είναι ένας από τους πέντε έλληνες εικαστικούς τους οποίους επέλεξε να παρουσιάσει η Ελένη Βαροπούλου, διευθύντρια του παραρτήματος του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού.
80 ατελιέ ελλήνων εικαστικών στο Βερολίνο
Σε περίπου 80 υπολογίζονται τα εργαστήρια καλλιτεχνών ελληνικής καταγωγής στο Βερολίνο, αναφέρει η σκηνογράφος Σεσίλια Τσελεπίδη, η οποία μαζί με τον Ανέστη Αζά, με έναν όντως παραδειγματικό τρόπο, έχουν οργανώσει την πεντάωρη περιήγηση. Κάθε φορά, πριν ακόμη οι επισκέπτες φτάσουν στο ατελιέ του εκάστοτε καλλιτέχνη, τον ακούν μέσα στο Μίνι Βαν από το CD να τους μιλά για τον εαυτό του και για την τέχνη του, είτε στα γερμανικά είτε στα αγγλικά. Επίσης ακούν και κάποιες από τις μουσικές που προτιμά. Παρά το γεγονός όμως ότι οι επισκέπτες είναι υποψιασμένοι, κάθε φορά στο εργαστήρι που επισκέπτονται, τα έργα προκαλούν έκπληξη. Για παράδειγμα ένας γιγαντιαίος πίνακας του Δημήτρη Τζαμουράνη που δεν έχει ακόμη τελειώσει με θέμα τους πρόσφυγες. Επάνω σε μια σχεδία που μόλις επιπλέει μέσα σε φουρτουνιασμένη θάλασσα βλέπουμε απελπισμένους άνδρες και γυναίκες. Από την όψη τους, καταλαβαίνει κανείς ότι πρόκειται για Ευρωπαίους. Όπως εξηγεί ο ζωγράφος, εκτός από το ό,τι έχει μια ευρύτερη έννοια για το «φυγά», η επιλογή αυτή έχει και πρακτικούς λόγους: «Χρησιμοποιώ ανθρώπους και μοντέλα τους οποίους ξέρω πολύ καλά, είτε είναι από την οικογένεια, είτε είναι φίλοι. Για ένα μεγάλο έργο κάθομαι τρεις, τέσσερεις μήνες. Αυτό σημαίνει, αν δεν ξέρω τους ανθρώπους που ζωγραφίζω δυσκολεύομαι πάρα πολύ να συγκεντρωθώ»
Ο επόμενος σταθμός της εικαστικής περιήγησης βρίσκεται στην ίδια περιοχή, δηλαδή το Τέμπελχοφ. Ο Δαυίδ Μπενφοράδο, ο ζωγράφος που φέρει ένα παραδοσιακό σεφαραδίτικο όνομα της Θεσσαλονίκης, γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε ζωγραφική στη Βοστόνη και στη Βουδαπέστη. Σε αντίθεση με την ανθρωποκεντρική τέχνη του Τζαμουράνη η ζωγραφική του Μπενφοράδο είναι αφηρημένη. Τα τελευταία του έργα είναι εμπνευσμένα από μουσικά θέματα της βυζαντινής, οθωμανικής, αραβοπερσικής και σεφαραδίτικης μουσικής. Μάλιστα, μαζί με φίλους του έδωσε την τελευταία ημέρα πρόσφατης έκθεσής του συναυλία παίζοντας ταξίμια στο νέυ, τον αραβικό πλαγίαυλο. Για τους λόγους που εδώ και δύο χρόνια διαμένει στο Βερολίνο θα πει: «Τα ενοίκια για μια πρωτεύουσα είναι ακόμη πολύ ελκυστικά για τους καλλιτέχνες. Αυτός είναι ένας πάρα πολύ σημαντικός παράγοντας επιλογής πόλεως. Επίσης, είναι μια ανοιχτόμυαλη πόλη. Μπορείς να προσπαθήσεις πράγματα, να πειραματιστείς. Και υπάρχει ένα κοινό που όχι μόνο θα έρθει να δει το έργο, αλλά θα το καταλάβει κιόλας και θα συνομιλήσει μαζί σου σε πολύ υψηλό επίπεδο».
Το εργαστήρι του Δαυίδ Μπενφοράδο βρίσκεται στις άλλοτε εργοστασιακές εγκαταστάσεις της εταιρείας ανελκυστήρων Schindler. Με χρήματα ενός προγράμματος του δήμου του Βερολίνου και ιδιωτών υποστηρικτών για την ανάδειξη χώρων για καλλιτέχνες ανά την πόλη δημιουργήθηκαν εργαστήρια για εικαστικούς. Από το πρόγραμμα, καλύπτεται το 60% των ήδη φθηνών ενοικίων.
Κέντρο σύγχρονης τέχνης
Η ζωγράφος Μαρία Πολυζωίδου γεννήθηκε στις Βρυξέλλες, σπούδασε στο Παρίσι και έζησε για μεγάλο διάστημα στην Ελλάδα. Στο Βερολίνο έχει έρθει πριν ένα χρόνο. Σε έξι εβδομάδες βρήκε μέσα από μια αγγελία στην ιστοσελίδα του προαναφερόμενου καλλιτεχνικού προγράμματος μια μεζονέτα, η οποία αποτελεί ατελιέ και ιδιωτικό χώρο, στην περιοχή Σενεβάιντε στα όρια του Βερολίνου – κάτι που ή ίδια επιθυμούσε. Σε ερώτηση για τους λόγους που την ώθησαν να έρθει στο Βερολίνο, απαντά: «Γίνονται πάρα πολλά πράγματα στο Βερολίνο τα τελευταία χρόνια. Θέλουμε δε θέλουμε έχει γίνει ένα κέντρο σύγχρονης τέχνης σε πολλούς χώρους – όχι μόνο στα εικαστικά. Αν αυτή τη στιγμή μιλάμε παγκοσμίως για σύγχρονη ζωγραφική, οι αναφορές είναι σίγουρα σε σύγχρονους γερμανούς ζωγράφους».
Σε αντίθεση με την Μαρία Πολυζωϊδου που ελέγχει κάθε τι, το ζητούμενο στους πίνακες του Γιώργου Σταμκόπουλου από την Κατερίνη είναι το τυχαίο. Βασικό του εργαλείο στο εργαστήρι στην εργατική περιοχή Νοϊκέλν δεν είναι το πινέλο, αλλά το πιστόλι βαφής. Με αυτό ψεκάζει τους πίνακες με ένα βερνίκι, το οποίο όταν ξεραίνεται γίνεται λαστιχένια μάσκα που καλύπτει ολόκληρο τον πίνακα. Τα χρωματικά αποτυπώματα που έχουν μείνει στην επιφάνεια όταν τραβηχτεί η μάσκα αποτελούν το τελικό έργο.
Τελευταίος σταθμός της περιήγησης είναι η περιζήτητη περιοχή του Πρεντσλάουερ Μπεργκ. Εδώ βρίσκεται το διαμέρισμα και εργαστήρι του εικαστικού Διονύση Καβαλλιεράτου, ο οποίος το μοιράζεται με το συνάδελφό του Φίλλιπο Καβάκα. Όπως αποκαλύπτει, στο Βερολίνο έχει έρθει πριν έξι χρόνια ακολουθώντας τα χνάρια μιας γυναίκας. Αν και αυτή έφυγε από τη ζωή του, αυτός έμεινε στην πόλη. Ενώ για μεγάλο χρονικό διάστημα το έργο του ήταν έντονα πολιτικό, το τελευταίο διάστημα ολοένα περισσότερο γίνεται πιο αφηρημένο. Ενδεικτικό για αυτή την εξέλιξη είναι ένα γλυπτό από φυτά με τα οποία παριστάνει τον Δον Κιχώτη και τον Σάντσο Πάντσα. Ο Διονύσης Καβαλλιεράτος αναφέρει για την καλλιτεχνική του μεταστροφή: «Έχω κάνει πολιτικά έργα αλλά δεν θέλω να περιορίζομαι σ' αυτό. Θέλω να είναι τελείως ανοιχτά για να διαβάζονται από πολλές πλευρές, να έχει πολλές αναγνώσεις το κάθε έργο, να μην είναι μονοδιάστατο. Πάντα είχα αυτή την ανάγκη αλλά δεν μπορούσα να το πραγματοποιήσω».
Η περιήγηση στα εργαστήρια αποτελεί το πρώτο βήμα μιας απόπειρας χαρτογράφησης του ελληνικού καλλιτεχνικού δυναμικού στο Βερολίνο από το παράρτημα του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού. Ευχής έργο θα ήταν να συνεχιστεί η επιτυχημένη αυτή προσπάθεια. Το ενδιαφέρον πάντως είναι μεγάλο. Για τις έξι περιηγήσεις που πραγματοποιήθηκαν είχε δηλώσει συμμετοχή διπλάσιος αριθμός ατόμων σε σχέση με τις διαθέσιμες θέσεις.
Παναγιώτης Κουπαράνης, Βερολίνο