Οι έρωτες ελλήνων ναυτικών στη Μπερλινάλε
13 Φεβρουαρίου 2015Σε ένα διαμέρισμα με θέα κάποιο λιμάνι στο Βαλπαραΐσο της Χιλής μια εβδομηντάρα με μεταξωτό μπουρνούζι ακούει τα «Παιδιά του Πειραιά» της Μελίνας Μερκούρη. Αναπολεί φωναχτά τους Γιώργηδες και Νίκους, τους τόσους έλληνες ναυτικούς που πέρασαν από τη ζωή της. Πρόκειται για τη Σάντυ, παλιά «φρεγάδα» του εφήμερου έρωτα, κεντρική ηρωίδα του ντοκιμαντέρ «Exotica, Erotica, Etc.» της Ευαγγελίας Κρανιώτη. Αντικείμενο της ταινίας είναι οι έλληνες ναυτικοί και οι γυναίκες της νύχτας στα λιμάνια της Λατινικής Αμερικής. Η ελληνογαλλική παραγωγή παρουσιάζεται στο παράλληλο πρόγραμμα Forum του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βερολίνου. Η «Exotica, Erotica, Etc.» βρίσκεται στο μεταίχμιο, ανάμεσα σε ντοκιμαντέρ και εικαστικό έργο. Όχι τυχαία. Η 35χρονη Ευαγγελία Κρανιώτη από την Αθήνα, που εδώ και 14 χρόνια ζει στο Παρίσι, είναι κυρίως φωτογράφος.
Κάθε λιμάνι και καημός
Όπως εξηγεί στη Deutsche Welle στο περιθώριο της Μπερλινάλε, το αρχικό ενδιαφέρον της για τη θάλασσα είχε ποιητικά κίνητρα. Ξεπηδούσε από την Οδύσσεια ή τα ποιήματα του Νίκου Καββαδία. Κατόπιν προέκυψε σειρά φωτογραφικών αποστολών στη Μεσόγειο, κατά τις οποίες επιδίωξε να αποτυπώσει μέσα από τη φωτογραφική μηχανή την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της ποίησης. Ένα ταξίδι στη Λατινική Αμερική το 2011 αποδείχθηκε καθοριστικό για να αλλάξει η ρότα της καλλιτεχνικής της αναζήτησης: «Πήρα μια υποτροφία για να πάω στη Βραζιλία και να εξερευνήσω ιστορίες αγάπης των μεσογειακών ναυτικών στον κόσμο των τροπικών. Αφού πέρασα πολλούς μήνες εκεί αποφάσισα ότι για να ξέρω γιατί μιλώ, θα πρέπει να μπαρκάρω και εγώ η ίδια. Έβγαλα ναυτικό φυλλάδιο και εμπάρκαρα. Συνολικά μπαρκάρισα 12 φορές. Επισκέφτηκα 20 χώρες. Πήρα πολλών ειδών βαπόρια: φορτηγά, γκαζάδικα, κοντέινερ. Πολλά δρομολόγια – από το Βόρειο Πόλο μέχρι το Πορθμό του Μαγγελάνου και από τον Παναμά μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα.»
Τη φωτογραφική μηχανή αντικατέστησε η κινηματογραφική κάμερα. Τελικά κινηματογράφισε υλικό 450 ωρών, από το οποίο αξιοποίησε τελικά στην ταινία της 108 λεπτά. Αλλά τι αναζητούσε συγκεκριμένα γυρίζοντας σχεδόν αδιάκοπα σε θάλασσες και ηπείρους; «Εξερευνούσα τη σύντομη, συνοπτική σχέση του ανθρώπου, άνδρα ή γυναίκας, σε μια ξένη χώρα, με ένα καινούργιο τοπίο, με ένα καινούργιο σώμα», αναφέρει η Ευαγγελία Κρανιώτη.
Βασικός «μάρτυρας» της ταινίας είναι η Σάντυ, την οποία η Ευαγγελία Κρανιώτη ανακάλυψε έχοντας σχεδόν τελειώσει τα γυρίσματα. Η Σάντυ είναι μια εκκεντρική αλλά και φιλοσοφημένη χιλιανή πόρνη, που ο μεγάλος πόθος της εξακολουθούν να είναι οι έλληνες ναυτικοί. Όπως εξομολογείται, πάντα αντιλαμβάνονταν τη συνεύρεση μαζί τους, έστω κι αν ήταν σύντομη, ως ένα «δούναι και λάβειν» αισθημάτων. Όπως χαρακτηριστικά λέει στην ταινία «στο τετραγωνικό μέτρο που μοιραζόμουν με το ναυτικό μου, δημιουργούσαμε ολόκληρο το σύμπαν.»
Οι Έλληνες ναυτικοί σε πολιτιστική αποστολή
Τις ιστορίες για τις γυναίκες των ελλήνων ναυτικών στα απόμακρα λιμάνια του κόσμου η Ευαγγελία Κρανιώτη είχε ακούσει παλιότερα από «ξέμπαρκους» σε ελληνικά νησιά. Όπως διαβεβαιώνει, δεν τις έπαιρνε τοις μετρητοίς. Αργότερα διαπίστωσε ότι όντως οι ιστορίες είναι αληθινέςμ αν και οι καταστάσεις είχαν εν τω μεταξύ αλλάξει. «Αυτές οι κοπέλες που συνάντησα εγώ είναι απομεινάρια. Δεν είναι ακριβώς η 'χρυσή εποχή' της ελληνικής ναυτιλίας που έχει όντως αφήσει στίγματα σε πολλά μέρη του πλανήτη και έχει πολύ ενδιαφέρον κανείς να την ανακαλύπτει».
Ως τέτοιου είδους «απομεινάρια» παρουσιάζονται στην ταινία, για παράδειγμα, τατουάζ σε χέρι πόρνης με την επιγραφή στα ελληνικά «Μάρκος – Η αγάπη μου» ή ακόμη ελληνική μουσική σε μαγαζιά διασκέδασης σε λατινοαμερικάνικα λιμάνια. Όμως, η σημαντικότερη προσφορά των ελλήνων ναυτικών βρίσκεται αλλού, υποστηρίζει συμπερασματικά και με μεγάλη δόση χιούμορ η Ευαγγελία Κρανιώτη: «Οι Βραζιλιάνες, Χιλιανές και Ρωσίδες που γνώρισα ανακάλυψαν την Ελλάδα. Άρχισαν να μιλούν τη γλώσσα μας, να τρων τα φαγητά μας, ακούν τη μουσική μας. Δηλαδή μαθαίνουν μια ολόκληρη κουλτούρα. Εντάξει, δεν μαθαίνουν πολύ, πολύ εκλεπτυσμένα πράγματα. Το βρίσκω όμως μια ωραία ευθύνη, την οποία οι Έλληνες ναυτικοί έφεραν εις πέρας με θάρρος, με ωραίο κουράγιο και με κάποια μαγκιά.»
Παναγιώτης Κουπαράνης, Βερολίνο