Εκλογές στη Γερμανία σήμερα και οι ψηφοφόροι ονειρεύονται ένα νέο καγκελάριο. Άλλοι θέλουν κάποιον που θα αντιμετωπίσει την περίσσεια υποτίθεται των επήλυδων, άλλοι κάποιον που θα εγγυηθεί χαμηλότερες τιμές για τα λαχανικά και άλλοι κάποιον που με σοφά μέτρα θα τιθασεύσει την κυκλοθυμία του κλίματος. Κανείς βέβαια δεν ονειρεύεται έναν ανέμελο καγκελάριο που θα παίζει βώλους στον δρόμο. Έναν τέτοιο φαντάστηκε όμως ένας από τους σημαντικότερους ποιητές και δοκιμιογράφους της μεταπολεμικής Γερμανίας, ο Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ.
Η ποιητική του συλλογή «Η υπεράσπιση των λύκων» το 1957 ήταν ένα ράπισμα στην πολιτική και κοινωνική στενομυαλιά και μικροψυχία της εποχής του. Στο ποίημα Ουτοπία ο ποιητής φαντάζεται μια ανατροπή των ειωθότων, μια ανταρσία της ευτυχίας μέσα στο αποπνικτικό κοινωνικό περιβάλλον της εποχής.
Εδώ το ποίημα Ουτοπία σε μετάφραση του δικού μας Αλέξανδρου Σχινά, δημοσιευμένη στο περιοδικό Ταχυδρόμος στις 25 Φεβρουαρίου του 1967, λίγες μέρες μετά την επίσκεψη του Εντσενσμπέργκερ στην Αθήνα, λίγες μέρες πριν από την ανταρσία των κολονέλων στην Ελλάδα.
Η ημέρα ανηφορίζει με τεράστια δύναμη,
μπήγει τα νύχια της μες στα σύννεφα.
Ο γαλατάς τυμπανίζει στα κανάτια του
σονάτες: στα ουράνια ανέρχονται οι μνηστήρες
πάνω σε κυλιόμενες σκάλες: άγρια, με τεράστια δύναμη
σείονται μαύρα κι άσπρα καπέλα.
Οι μέλισσες απεργούν. Μες στα σύννεφα
ποδηλατούν οι πληρεξούσιοι,
απ’ τους φεγγίτες κελαηδούν ποντίφηκες.
Συγκίνηση κυριαρχεί και εμπαιγμός
και αγαλλίαση. Από χαρτιά ισολογισμών
φτιάχνονται ιστιοφόρα.
Ο καγκελάριος παίζει στους βώλους
μ’ έναν αλήτη τα μυστικά κονδύλια. Η αγάπη
επιτρέπεται κατόπιν αστυνομικής διατάξεως,
κηρύσσεται αμνηστία για όσους λένε την αλήθεια.
Οι φουρναραίοι χαρίζουν κουλούρια
στους μουζικάντηδες. Οι γύφτοι
πεταλώνουν με Σιδηρούς Σταυρούς
τους γαϊδάρους. Σαν ανταρσία
ξεσπάει η ευτυχία, σαν λιοντάρι.
Οι τοκογλύφοι, καθώς τους πετούν
άνθη μηλιάς και ραφανίδες,
απολιθώνονται. Θρυμματισμένοι σε χαλίκια
εξωραΐζουν κήπους και σιντριβάνια.
Αερόστατα ανυψώνονται από παντού,
ο στόλος της χαράς υπ’ ατμόν.
Ε εσείς, ανεβείτε, γαλατάδες,
μνηστήρες και αλήτες!
Ξεκινήστε! Με τεράστια δύναμη
ανηφορίζει η μέρα.
Στο ποιητικό όραμα του Εντσενσμπέργκερ οι πληρεξούσιοι των επιχειρήσεων αιθεροβατούν, οι τοκογλύφοι πετρωμένοι διακοσμούν τους κήπους, οι εργατικότεροι των εργατικών επιτέλους απεργούν, οι πάπες γίνονται μελιστάλακτοι και ο καγκελάριος διακυβεύει στον δρόμο τα κονδύλια. Ένα όραμα που εννοείται ότι δεν μπορεί να αντιπαρατεθεί με κανένα πολιτικό όραμα και πόσο μάλλον πρόγραμμα. Αλλά στην ιδανική χώρα όπου η αγάπη θα επιτρέπεται όντως και η αλήθεια θα αμνηστευθεί διά παντός, τότε δεν θα έχουμε πια ανάγκη από άλλα πολιτικά οράματα και προγράμματα. Ανεβείτε, λοιπόν, γαλατάδες, μνηστήρες και αλήτες!