«Ποιος θα σταματήσει τον Βενιαμίν Νετανιάχου;»
14 Ιουνίου 2025
Διχασμένος είναι ο γερμανικός Τύπος γύρω από τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή. Άλλα μέσα εμμένουν στην υποστήριξη του Ισραήλ, τηρώντας την ίδια στάση με τη γερμανική κυβέρνηση, ενώ άλλα σχολιάζουν πως ο Νετανιάχου μοιάζει πλέον ανεξέλεγκτος και ικανός να κλιμακώσει τον πόλεμο για λόγους εσωτερικής πολιτικής.
Σε σχόλιο με τίτλο «Ποιος θα σταματήσει τον Βενιαμίν Νετανιάχου;» η οικονομική επιθεώρηση Handelsblatt γράφει: «Με την ισραηλινή επίθεση εναντίον του Ιράν δρομολογείται η κλιμάκωση στη Μέση Ανατολή, που φοβούνταν πολλοί. Αυτό που προκαλεί όμως πραγματικά έκπληξη δεν είναι ούτε το γεγονός ότι ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Νετανιάχου τολμά να καταστρέψει τις ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις, ούτε το ότι η Τεχεράνη προβαίνει άμεσα σε αντίποινα. Αυτή είναι η κυνική λογική αυτού του πολέμου. […] Αυτό που προκαλεί έκπληξη είναι οι διαστάσεις των ισραηλινών επιθέσεων.
[…] Το Ισραήλ δεν αρκέστηκε μόνο σε επιθέσεις σε βάρος πυρηνικών εγκαταστάσεων», αλλά και εναντίον επιφανών στρατιωτικών αξιωματούχων και γνωστών πυρηνικών επιστημόνων. Έτσι, «η κλιμάκωση από την πλευρά του Ισραήλ δείχνει πρωτίστως ένα: πως ο Νετανιάχου δρα με ολοένα και πιο ανεξέλεγκτο τρόπο – ιδίως για λόγους εσωτερικής πολιτικής.
Ούτε η ήπια πίεση του πρώην προέδρου Τζο Μπάιντεν, ούτε η απρόβλεπτη πολιτική του διαδόχου του, Ντόναλντ Τραμπ, μπόρεσαν να συγκρατήσουν τον Ισραηλινό πρωθυπουργό – είτε αυτό αφορά την υπερβολική πολιτική αντιποίνων στη Λωρίδα της Γάζας μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου, είτε τις επιθέσεις εναντίον της Χεζμπολάχ στον Λίβανο, είτε πάλι τις επαναλαμβανόμενες επιθέσεις κατά του Ιράν».
Κατά τη Handelsblatt «ποτέ δεν αποδείχθηκε βιώσιμη μία εξωτερική πολιτική που θεμελιώνεται εξ ολοκλήρου σε κίνητρα βάσει εσωτερικής πολιτικής. Στην πιο περίπλοκη από όλες τις γεωπολιτικές συγκρούσεις μία τέτοια προσέγγιση θα μπορούσε να αποδειχθεί κιόλας μοιραία».
FAZ: Αναμενόμενος πόλεμος
Η Frankfurter Allgemeine Zeitung από την άλλη πλευρά συμφωνεί με την ισραηλινή κυβέρνηση πως το Ιράν – και ιδίως το πυρηνικό του πρόγραμμα – αποτελεί υπαρξιακή απειλή για το Ισραήλ.
«Έπειτα από δεκαετίες διαπραγματεύσεων και κυρώσεων και πολλές απόπειρες σαμποτάζ το Ισραήλ είχε σοβαρούς λόγους να αξιοποιήσει τώρα την επιλογή της στρατιωτικής δράσης, παρ’ ότι ο πόλεμος δεν είναι ποτέ μία καλή λύση.
[…] Δεν πρέπει να ξεχνάμε με τι κράτος έχουμε να κάνουμε εδώ: ένα επαναστατικό, ισλαμιστικό καθεστώς, το οποίο έχει συμμαχικούς δεσμούς με τη Ρωσία, την Κίνα και τη Βόρεια Κορέα. Ο Νετανιάχου έχει ξεκαθαρίσει απολύτως τα κίνητρά του: η ιστορία έχει διδάξει πως πρέπει να πιστεύεις τον εχθρό σου, όταν σου λέει πως θέλει να σε εξολοθρεύσει, και πως πρέπει να τον σταματήσεις, όταν αυτός αναπτύσσει τις δυνατότητες να κάνει κάτι τέτοιο».
Η FAZ παραδέχεται πως «το ισραηλινό χτύπημα είναι φυσικά μία κίνηση που ενέχει μεγάλο ρίσκο και θα μπορούσε να έχει προεκτάσεις σε ολόκληρη την περιοχή, παρ' ότι το Ιράν έχει αποδυναμωθεί το τελευταίο διάστημα. Ακόμη και από τη σκοπιά του διεθνούς δικαίου είναι ένα δύσκολο ζήτημα, μιας και δεν υπήρχε άμεση πυρηνική απειλή για το Ισραήλ.
[…] Μόνο ένας επιπόλαιος όμως μπορεί να υποτιμήσει τη διάσταση του κινδύνου για το Ισραήλ», μιας και ακόμη και λίγες πυρηνικές κεφαλές να διαθέτει το Ιράν, αυτές είναι «αρκετές για να αφανίσουν μία μικρή χώρα όπως το Ισραήλ. Από την πλευρά της ισραηλινής κυβέρνησης ο πόλεμος αυτός ήταν αναπόφευκτος, για να αποφευχθούν τα χειρότερα», καταλήγει η εφημερίδα της Φρανκφούρτης.
Ελληνοτουρκική διαμάχη για την προστασία της φύσης
Το Γερμανικό Δημοσιογραφικό Δίκτυο (RND) εστιάζει από την πλευρά του στην ελληνοτουρκική διαμάχη για την προστασία της φύσης στο Αιγαίο Πέλαγος.
«Πρόκειται για ένα νέο θέμα διαμάχης στην πολιτική ατζέντα: η Ελλάδα σχεδιάζει στο Αιγαίο ένα θαλάσσιο πάρκο έκτασης 8.000 τ.χλμ., το οποίο θα περιλαμβάνει τη Μήλο, τη Φολέγανδρο, την Αμοργό και την Ανάφη, όπως και 13 ακόμα προστατευόμενες περιοχές "natura”, με στόχο την προστασία της θαλάσσιας χλωρίδας και πανίδας. Στην έκταση αυτή θα ισχύουν αυστηρότεροι κανονισμοί για την αλιεία, τα θαλάσσια σπορ και μέτρα προστασίας για απειλούμενα είδη». Και αυτό έχει προκαλέσει την αντίδραση της Άγκυρας, με τα τουρκικά μέσα να κατηγορούν την Ελλάδα πως «εργαλειοποιεί» την προστασία της φύσης.
Όπως υπενθυμίζει το γερμανικό δίκτυο, πέραν των θαλάσσιων πάρκων όμως Ελλάδα και Τουρκία βρίσκονται σε διαμάχη και για την ηλεκτρική διασύνδεση Ισραήλ-Κύπρου στην Ανατολική Μεσόγειο. Επιπλέον, «πριν από δύο χρόνια Ερντογάν και Μητσοτάκης είχαν συμφωνήσει στη διεξαγωγή τακτικών διμερών συνόδων κορυφής. Τον Δεκέμβριο του 2023 ο Τούρκος πρόεδρος είχε έρθει στην Αθήνα – η επίσκεψη Μητσοτάκη στην Άγκυρα όμως, η οποία αρχικά προβλεπόταν να γίνει στις αρχές του 2025, είναι στον αέρα. Ο Μητσοτάκης κινείται προσεκτικά, σχεδόν αμυντικά, έχοντας αναβάλει για παράδειγμα την ηλεκτρική διασύνδεση […] και τα ερευνητικά πλοία απομακρύνθηκαν από τις αμφιλεγόμενες θαλάσσιες περιοχές».
Η ματαίωση του εγχειρήματος υπό την πίεση της Τουρκίας ωστόσο θα μπορούσε να αποβεί πολύ κοστοβόρα για την Ελλάδα, μιας και «ο ΑΔΜΗΕ και η γαλλική εταιρεία Nexans έχουν επενδύσει ήδη εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ στο πρότζεκτ. Για τον Ερντογάν από την άλλη πλευρά το φιάσκο με την ηλεκτρική διασύνδεση αποτελεί θρίαμβο. Ο Τούρκος πρόεδρος νιώθει ισχυρότερος από ποτέ – το ίδιο αισθάνεται και για τη χώρα του. Η επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ σημαίνει την επιστροφή ενός καλού φίλου και πολιτικού ομοϊδεάτη στον Λευκό Οίκο, τη στιγμή που το ΝΑΤΟ χρειάζεται την Τουρκία περισσότερο από ποτέ από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου».
Για τον Μητσοτάκη «όλα αυτά σημαίνουν πως η χώρα του έχει ολοένα και χειρότερα χαρτιά στο διπλωματικό πόκερ με την Τουρκία». Όσον αφορά δε τα Eurofighter, παρ' ότι ο Μητσοτάκης εξέφρασε την ανησυχία του στον καγκελάριο Μερτς, η ολοκλήρωση της συμφωνίας «μοιάζει προ των πυλών». Η ελπίδα είναι πως στη σύνοδο του ΝΑΤΟ στη Χάγη ο Έλληνας πρωθυπουργός θα έχει την ευκαιρία να ξεκινήσει και πάλι διάλογο με τον Ερντογάν. «Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί αυτό όμως, οι δυτικοί διπλωμάτες στην Αθήνα φοβούνται πως το καλοκαίρι στο Αιγαίο αναμένεται πολιτικά "καυτό”», καταλήγει το RND.