Σε κίνδυνο η γερμανική ενεργειακή στροφή;
1 Ιουλίου 2014Μπορεί η αφορμή να ήταν το πυρηνικό δυστύχημα στη Φουκουσίμα, ωστόσο είναι γεγονός ότι το Βερολίνο είχε θέσει ορισμένους βασικούς στόχους για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα ήδη έναν χρόνο νωρίτερα. Αυτοί προβλέπουν, μεταξύ άλλων, τη μείωση των γερμανικών εκπομπών κατά 40 % μέχρι το 2020 σε σχέση με το 1990 και κατά 80 έως και 95 % μέχρι το 2050.
Η συγκυβέρνηση Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών ακολουθεί τους ίδιους στόχους. Για να τους επιτύχει, προσβλέπει στη μείωση των ενεργειακών αναγκών της βιομηχανίας, των συγκοινωνιών και της ενέργειας που απαιτείται για τη θέρμανση κατά 20 % μέχρι το 2020 και κατά 50 % μέχρι το 2050. Οι λοιπές ανάγκες θα πρέπει να καλυφθούν από τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Στόχος είναι να καλύπτει η πράσινη ενέργεια μέχρι το 2050 το 60 % του συνόλου των ενεργειακών αναγκών της Γερμανίας.
Επιτυχής η ενσωμάτωση ΑΠΕ
Η ενσωμάτωση των ΑΠΕ είναι ήδη αρκετά επιτυχημένη. Το 26 % περίπου των αναγκών σε ρεύμα καλύπτεται σήμερα από τις ανανεώσιμες πηγές. Το 2010 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν μόλις 17 %. Τα νέα εργοστάσια παραγωγής αιολικής, ηλιακής αλλά και ενέργειας από βιομάζα παράγουν στο μεταξύ την ποσότητα ρεύματος που προσέφεραν οι οκτώ πυρηνικοί αντιδραστήρες που τέθηκαν εκτός λειτουργίας. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια μάλιστα η Γερμανία κατάφερε να αυξήσει και τις εξαγωγές ρεύματος.
Αυτό που ανησυχεί στην παρούσα φάση τους ειδικούς είναι η αύξηση της παραγωγής ενέργειας από την καύση άνθρακα. Η μείωση του κόστους για τα πιστοποιητικά εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στην ευρωπαϊκή αγορά είχε ως αποτέλεσμα να πέσει η τιμή του ιδιαίτερα επιβαρυντικού για το περιβάλλον άνθρακα, εκτοπίζοντας τα «καθαρά» εργοστάσια παραγωγής φυσικού αερίου. Όπως σημειώνει ο Πάτρικ Γκράιχεν, διευθυντής του Agora Denkfabrik, ενός think tank για θέματα ενεργειακής στροφής: «Τα πήγαμε καλά με την έξοδο από την πυρηνική ενέργεια αλλά και την περαιτέρω εξάπλωση των ΑΠΕ. Ωστόσο, η σχέση μεταξύ εργοστασίων άνθρακα και φυσικού αερίου δεν είναι καλή».
Προκειμένου να διορθωθεί αυτό θα πρέπει να γίνουν αλλαγές στο ευρωπαϊκό σύστημα εμπορίας των δικαιωμάτων εκπομπής αερίων, όπως σημειώνει ο ειδικός. Στην παρούσα φάση ένας τόνος κοστίζει μόλις 5 ευρώ. Ο Πάτρικ Γκράιχεν επισημαίνει ότι «η τιμή θα έπρεπε να ανέρχεται σε τουλάχιστον 25-30 ευρώ ανά τόνο».
Νέο πρόγραμμα δράσης
Για να επιτύχει τους στόχους που έχει θέσει στο πεδίο της προστασίας του κλίματος, η γερμανική κυβέρνηση επιδιώκει να μειώσει τις εκπομπές ρύπων μέχρι το 2020 κατά 21 % σε σχέση με το 2014. Με τα μέτρα που έχουν αποφασιστεί όμως ήδη, ο στόχος αυτός δεν μπορεί να επιτευχθεί, προειδοποιεί ήδη η υπ. Περιβάλλοντος Μπάρμπαρα Χέντρικς. Σύμφωνα με υπολογισμούς του υπουργείου της, μέχρι το 2020 οι εκπομπές θα μειωθούν μόλις κατά 12 %.
Μέχρι το Νοέμβριο η γερμανίδα υπουργός προτίθεται να παρουσιάσει ένα «πρόγραμμα δράσης για την προστασία του κλίματος, που θα δίνει έμφαση, μεταξύ άλλων, στην αλλαγή του ευρωπαϊκού συστήματος εμπορίας των δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων και την αναμόρφωση της ενεργειακής οικονομίας. Μεγάλα περιθώρια βελτιώσεων και εξοικονόμησης ενέργειας διακρίνει η ίδια και στη θέρμανση κτηρίων αλλά και στις συγκοινωνίες.
Από την πλευρά του ο ειδικός επισημαίνει ότι στην περιβαλλοντική πολιτική των επόμενων ετών θα πρέπει να ενσωματωθούν σχέδια σταδιακής απόσυρσης από την παραγωγή ενέργειας από άνθρακα. «Θα πρέπει να κατευθύνει κανείς αυτή τη διαδικασία, να ξεκαθαρίσει για πόσο διάστημα θα λειτουργούν τα εργοστάσια άνθρακα και με ποια σειρά θα αρχίσουν να κλείνουν».
Gero Rueter / Κώστας Συμεωνίδης
Υπεύθ. σύνταξης: Άρης Καλτιριμτζής