Συνδικάτα και απεργία στη Γερμανία
18 Φεβρουαρίου 2020«Τα συνδικάτα είναι αναπόσπαστο τμήμα του δημοκρατικού οικονομικού μας συστήματος και ως τέτοια αναγνωρίζονται τόσο από τα πολιτικά κόμματα όσο και από την οικονομία» δηλώνει στην Deutsche Welle η Δρ. Γιοχάνα Βέκενμπαχ, επιστημονική διευθύντρια του φημισμένου Ινστιτούτου Εργατικού Δικαίου Hugo Sinzheimer στη Φρανκφούρτη.
Για τη Γερμανία η διαπίστωση αυτή έχει μια ιδιαίτερη βαρύτητα μια και την περίοδο του ναζισμού η λειτουργία των συνδικάτων είχε απαγορευθεί και θεωρήθηκε ιδιαίτερα σημαντικό η αναγνώριση της συνδικαλιστικής ελευθερίας να συμπεριληφθεί στο νέο Γερμανικό Σύνταγμα (1949, Άρθρο 9 παρ.3) της χώρας, ένα από τα δημοκρατικότερα της Ευρώπης.
Σήμερα έξι εκατομμύρια εργαζόμενοι, σε σύνολο περίπου 44,5 εκατομμυρίων, είναι οργανωμένοι σε συνδικάτα και ο Σύνδεσμος Γερμανικών Συνδικάτων αποτελείται από 8 βασικά μεγάλα συνδικάτα. «Μέλος ενός συνδικάτου μπορεί να γίνει οποιοσδήποτε είναι ικανός προς εργασία, δηλαδή ακόμα και ένας μαθητής ή ένας συνταξιούχος. Δικαίωμα στην απεργία έχουν όμως μόνο οι εργαζόμενοι.» δηλώνει ο Κρίστιαν Χόπε, εκπρόσωπος των ελεύθερων εργαζομένων στο συνδικάτο Verdi στην Deutsche Welle. Απαγορεύεται να απεργήσουν οι στρατιωτικοί, οι δικαστές και οι δημόσιοι υπάλληλοι.
«Ο εργαζόμενος που είναι μέλος ενός συνδικάτου δεν υποχρεούται να το ανακοινώσει στην επιχείρηση ούτε η επιχείρηση ζητά από το συνδικάτο να μάθει ποια είναι τα μέλη του» συμπληρώνει ο Κρίστιαν Χόπε. Τα μέλη καταβάλλουν ως εισφορά περίπου το 1% των μεικτών αποδοχών του. Η οικονομική ευρωστία των συνδικάτων αλλά και η σαφής οικονομική τους ανεξαρτησία από την εργοδοτική πλευρά θεωρείται αποφασιστικός παράγοντας ώστε να επιτραπεί η λειτουργία τους.
Πώς αποφασίζεται η απεργία
Η απεργία αποφασίζεται από την πλειοψηφία των παρόντων μελών στη σχετική γενική συνέλευση που συγκαλείται και ποτέ διαδικτυακά. «Οι δυνατότητες παραποίησης των αποτελεσμάτων μιας διαδικτυακής ψηφοφορίας είναι πολύ μεγάλες. Επίσης η γενική συνέλευση εκλαμβάνεται ως τόπος ανταλλαγής επιχειρημάτων για τα υπέρ και τα κατά της απεργίας» τονίζει η Δρ. Γιοχάνα Βέκενμπαχ.
Το ποσοστό των παρόντων μελών που απαιτείται αποφασίζεται ξεχωριστά από το κάθε συνδικάτο και τα δηλωμένα στο συνδικάτο μέλη που απεργούν λαμβάνουν ως αποζημίωση το 70% περίπου του ημερομισθίου τους. Μια βασική διαφορά μεταξύ του ελληνικού Εργατικού Δικαίου και του γερμανικού είναι ότι τα συνδικάτα επιτρέπεται να απεργήσουν μόνο για θέματα που αφορούν τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας και όχι για πολιτικά θέματα, όπως θα ήταν για παράδειγμα η πρόθεση της κυβέρνησης να περικόψει τις συντάξεις.
Στη Γερμανία δεν γίνονται πλέον μεγάλες απεργίες και ο αριθμός των εργαζομένων που γίνονται μέλη ενός συνδικάτου μειώνεται. Οι απεργίες έπαιξαν ωστόσο καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των εργασιακών σχέσεων κυρίως μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Για παράδειγμα η μεγάλη απεργία του 1956/57 ήταν αποφασιστικής σημασίας για την καθιέρωση της καταβολής του μισθού σε περίπτωση ασθενείας. Αλλά και τις επόμενες δεκαετίες διοργανώθηκαν μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις που έφεραν σημαντικά αποτελέσματα.
Η κουλτούρα της διαβούλευσης
Στην Γερμανία πάντως ισχύει η κουλτούρα της διαβούλευσης με την εργοδοτική πλευρά και παίζει σημαντικό ρόλο στην ικανοποίηση των αιτημάτων. Ο Κρίστιαν Χόπε, αν και εκπρόσωπος του συνδικάτου Verdi, θεωρεί πως η απεργία είναι το έσχατο μέσο πίεσης:
«Οι απαιτήσεις προς την εργοδοτική πλευρά θα πρέπει να είναι εύλογες και όχι υπερβολικές. Με μια απεργία στηρίζει κανείς απαιτήσεις, οι οποίες είναι εύλογες. Το ότι δεν απεργούμε συχνά οφείλεται και στην εργοδοτική πλευρά, η οποία αντιλαμβάνεται ότι έχει νόημα να διαπραγματευθεί. Εάν και οι δυο πλευρές συμπεριφέρονται κατά τρόπο δίκαιο δεν χρειάζονται οι απεργίες. Όταν όμως πρέπει τότε απεργούμε».
Ο Κρίστιαν Χόπε πιστεύει πως η μείωση των μελών στα συνδικάτα αποτελεί ένα κοινωνικό φαινόμενο του καιρού μας διότι οι εργαζόμενοι θεωρούν ότι πολλά από τα αιτήματα τους έχουν ικανοποιηθεί και δεν υπάρχει πλέον κίνδυνος. Μια λανθασμένη αντίληψη υπογραμμίζει διότι έχουν πολλά να γίνουν ακόμα σε ένα κόσμο παγκοσμιοποιημένο. Παρόμοια είναι και η άποψη της Δρ. Γιοχάνα Βένκενμπαχ, η οποία επισημαίνει πως σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία επιχειρείται συχνά να περιοριστούν τα δικαιώματα των εργαζόμενων. Για παράδειγμα οι επιχειρήσεις ασκούν πιέσεις απειλώντας ότι θα μεταφέρουν την έδρα τους.
Τα συνδικάτα πάντως εκσυγχρονίζουν και αυτά τις μορφές εργασιακού αγώνα. Δεν ενημερώνουν μόνο μέσω διαδικτύου και ενεργούν διαδικτυακές δημοσκοπήσεις μεταξύ των μελών τους εάν επιθυμούν την απεργία, αλλά γεμίζουν καρότσια σουπερμάρκετ με τρόφιμα αναστατώνοντας τα ράφια, μην πληρώνοντας τα προϊόντα και παρεμποδίζοντας τη λειτουργία της επιχείρησης. Μάλιστα η σύγχρονη αυτή μορφή διεκδίκησης (Flashmob) δικαιώθηκε και από το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο το 2009, όταν πολύ γνωστή και μεγάλη αλυσίδα σουπερμάρκετ προσέλαβε υπαλλήλους για το διάστημα που οι δικοί τους υπάλληλοι απεργούσαν. Το δικαστήριο έκρινε πως στη συγκεκριμένη περίπτωση «η συνδικαλιστική οργάνωση νομίμως άσκησε το Flashmob, καθώς ο εργοδότης είχε στη διάθεσή του επαρκή μέσα άμυνας κατά της δράσης». Στη συνέχεια άλλαξε και ο νόμος ο οποίος απαγόρευε πλέον τις προσωρινές προσλήψεις εργαζομένων ως αντικαταστάτες υπαλλήλων που απεργούν.
Μαρία Ρηγούτσου