Σχέδια επίλυσης της διένεξης Σερβίας- Κοσσυφοπεδίου
13 Απριλίου 2018Δέκα χρόνια μετά την διακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου, ο ψυχρός πόλεμος ανάμεσα στο Βελιγράδι και την Πρίστινα συνεχίζεται. Η Σερβία δεν αναγνωρίζει την ανεξαρτησία της οιωνοί επαρχίας του παρά το γεγονός ότι δεν την ελέγχει μετά τους βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ το 1999. Ενώ οι περισσότερες χώρες της ΕΕ αναγνωρίζουν το Κοσσυφοπέδιο ως ανεξάρτητο κράτος, η Ρωσία παραμένει ο ισχυρός εταίρος της Σερβίας και το ενδεχόμενο ρωσικού βέτου στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ μπορεί να μπλοκάρει την προσπάθεια της Πρίστινας να γίνει μέλος του διεθνούς οργανισμού. Οι προσπάθειες διαμεσολάβησης της ΕΕ εντός του λεγόμενου διαλόγου των Βρυξελών έχει περιορίσει διοικητικής φύσης προβλήματα που ταλανίζουν την καθημερινότητα Αλβανών και Σέρβων.
«Να εγκαταλείψει η Σερβία τις εδαφικές αξιώσεις»
Οι αρχές διέλυσαν τις σερβικές δομές στο βόρειο τμήμα του Κοσσυφοπεδίου, όπου ζουν Σέρβοι, όπως δικαστήρια και αστυνομία. Το βασικό πρόβλημα, δηλαδή οι διαφορετικές απόψεις για το οριστικό καθεστώς της επαρχίας με τα δύο εκατομ. κατοίκους που είναι στην πλειοψηφία τους Αλβανοί, παραμένει.Το γερμανικό ίδρυμα Φρίντριχ Έμπερτ συγκέντρωσε στο ίδιο τραπέζι ομάδα εκπροσώπων από την κοινωνία πολιτών, δεξαμενές σκέψης και ακαδημαϊκούς από τη Σερβία, το Κοσσυφοπέδιο και την ΕΕ και όλοι μαζί σχεδίασαν μια σειρά από λύσεις που παρουσιάζουν σήμερα στην κοινή γνώμη. «Το καλύτερο σενάριο είναι ένα: η επίλυση της διένεξης για το οριστικό καθεστώς του Κοσσυφοπεδίου», λέει Σπετίμ Γκάσι από το Συμβούλιο Ενταγμένης Διακυβέρνησης στην Πρίστινα. Σε ένα τέτοιο σενάριο η Σερβία και το Κοσσυφοπέδιο θα μπορούσαν να συμφωνήσουν σε σταδιακή ομαλοποίηση των σχέσεών τους το 2019, η Σερβία θα γινόταν μέλος της ΕΕ το 2015 και θα καταργούνταν η βίζα για ταξίδια Κοσοβάρων στην ΕΕ το 2019. Η Πρίστινα θα γινόταν μέλος μεγάλων διεθνών οργανώσεων και το 2037 μέλος της ΕΕ με τη δέσμευση της Σερβίας να στηρίξει την υποψηφιότητά της. Το σενάριο συμπεριλαμβάνει βελτίωση της οικονομικής κατάστασης σε Βελιγράδι και Πρίστινα και ορισμένες δύσκολες αποφάσεις από τις δύο πλευρές.
Μιλώντας στη DW ο Γκάσι υποστηρίζει ότι η Σερβία θα πρέπει να εγκαταλείψει τις εδαφικές αξιώσεις της στο Κοσσυφοπέδιο και το Κοσσυφοπέδιο να παραχωρήσει αντίστοιχα εκτελεστικές αρμοδιότητες στην ένωση δήμων και κοινοτήτων, που η πλειοψηφία τους είναι σε σερβικά χέρια. Διεθνές πακέτο οικονομικών και πολιτικών κινήτρων θα μπορούσε να ενθαρρύνει τις δύο πλευρές σε αυτόν τον δρόμο. Βέβαια ένας συνδυασμός του δεύτερου και τρίτου σεναρίου φαντάζει πιο πιθανός, δηλαδή μια συμφωνία που να αναγνωρίζει την εξουσία της Πρίστινας σε ολόκληρο το Κοσσυφοπέδιο χωρίς πλήρη αναγνώρισή της. Την ίδια ώρα η Σερβία θα συνέχιζε να μπλοκάρει την ένταξη του Κοσσόβου σε διεθνείς οργανισμούς, παρά τη δέσμευσή του να μην το κάνει.
Δύο πρώην εχθροί
Αυτό το σενάριο μοιάζει πιο ρεαλιστικό, καθώς πολιτικοί αξιωματούχοι στη Σερβία και το Κοσσυφοπέδιο δεν φαίνονται διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν την λαϊκιστική τους ρητορική. Οι δύο χώρες έχουν για ηγέτες δύο πρώην εχθρούς. Ο Αλεξάνταρ Βούτσιτς ήταν υπουργός Ενημέρωσης κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Κοσσυφοπέδιο και ο Χασίμ Θάτσι, επικεφαλής των Αλβανών ανταρτών του UCK. «Βούτσιτς και Θάτσι προσπαθούν με κόπο να εμφανιστούν ως ειρηνοποιοί, κάτι το οποίο δεν είναι», λέει ο Γκάσι. «Είναι προϊόν της διένεξης και παραμένουν στην εξουσία λόγω της διένεξης. Δημιουργούν τη διένεξη για να έχουν κάτι να επιλύσουν στη συνέχεια. Χρειάζονται να κάνουν τολμηρά βήματα» προσθέτει ο Γκόσι. «Αλλά δεν έχουν όραμα, ακεραιότητα, είναι αμφιβόλου παρελθόντος και δεν ενδιαφέρονται να αφήσουν πίσω τους θετική υποθήκη».
Δεν χρειάζονται ιδιαίτερες ικανότητες για να στοιχηματίσει κανείς την αποτυχία κάθε σεναρίου επίλυσης της κρίσης. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει ο Γκάσι που χρωματίζει αρνητικά τα οικονομικά και τη διαρροή εγκεφάλων από την αγορά εργασίας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το Κοσσυφοπέδιο εισάγει το 90% των αγαθών και εξάγει μόνο ένα 10%, ενώ η Σερβία με ποσοστό ανάπτυξης κάτω από το 2% φέρεται να έχει την 11η χειρότερη θέση στην οικονομία σύμφωνα με τον δείκτη «οικονομικής δυστυχίας» του Bloomberg.
Σάνγια Κιγάλιτς/ Ειρήνη Αναστασοπούλου