«Της ρούφηξαν τη ζωή στο Άουσβιτς»
8 Απριλίου 2018Ο ήλιος είναι λαμπρός, αλλά ο αέρας παγωμένος. Μια λεπτομέρεια στο σκηνικό θανάτου που εκτυλίχθηκε πριν από πάνω από επτά δεκαετίες στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Άουσβιτς-Μπιρκενάου. Όταν στους θαλάμους αερίων και τα κρεματόρια εξοντώθηκαν δεκάδες χιλιάδες Σίντι και Ρομά. Δύο εκατομμύρια επισκέπτες έρχονται κάθε χρόνο εδώ. Εκείνο το πρωινό του Μαρτίου, 30 επισκέπτες από τη Βάδη Βυρτεμβέργη πατούν πάνω στα χνάρια των φυλακισμένων στην μεγάλη μπαράκα για τσιγγάνους στο Μπιρκενάου.
«Ψηλά συρματοπλέγματα…κρεματόρια»
Στο μνημείο για τους εδώ εκτοπισμένους Σίντι και Ρομά από την Στουτγάρδη βάζουν άσπρα λουλούδια. Ανάμεσά τους βρίσκεται και ο Μπόμπι Γκουτενμπέργκερ. Ο παππούς και η γιαγιά του εκτοπίστηκαν εδώ. Οι συγγενείς τους εξοντώθηκαν, εκείνοι επέζησαν. Ήταν όλοι τους Γερμανοί πολίτες που πολέμησαν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο για την πατρίδα. Αργότερα, οι εθνικοσοσιαλιστές τους έδιωξαν γιατί δεν ανήκαν στην άρια φυλή. Ο Μπόμπι, 31 ετών, είναι ο πρώτος από την οικογένειά του, που προσκυνά σε αυτόν τον μαρτυρικό τόπο. Η φωνή του πνίγεται μέσα από τα συναισθήματα. «Η ησυχία και το βάθος του τοπίου, είναι η πρώτη εικόνα που μου έρχεται στο μυαλό» λέει. «Τα ψηλά συρματοπλέγματα, όπου γυρίσεις, κι όπου να δεις. Και μετά ξέρεις πόσο τρομερό ήταν όλα αυτό, όταν στέκεσαι μπροστά από τα κρεματόρια και κάπου φαντάζεσαι πως 1.000 φυλακισμένοι εξοντώνονταν μέσα σε αυτά κάθε μέρα. Δεν μπορώ να το εκφράσω με λόγια».
Σαν παιδί έζησε με τη γιαγιά του Μάρθα. Μετά το σχολείο την φρόντιζε και μέχρι σήμερα την φέρει μέσα του. Του έκανε εντύπωση ο αριθμός χαραγμένος στο μπράτσο της, Z 5656, και τη ρωτούσε συχνά. «Μου τον χάραξαν οι ναζί, μου έλεγε, και την ρωτούσα τι ήταν ακριβώς. Και κάποια στιγμή μου είπε, καλύτερα να μην μάθεις, δεν θέλω να αναφέρομαι σε αυτη τη περίοδο, και μετά δεν ξαναρώτησα. Κι όταν ξαναρωτούσα, πάλι δεν έπαιρνα απάντηση, και ήξερα ότι θα πρέπει να σιωπήσω, να σταματήσω να μιλάω».
Z, όπως Zigeuner, τσιγγάνος
Μπροστά από το νούμερο, το Ζ, Zigeuner, τσιγγάνος. «Όπως και το νούμερο της γιαγιάς Μάρθας», λέει ο Μπόμπι Γκουτενμπέργκερ. «Εκείνα τα χρόνια της ρούφηξαν όλη τη ζωή της, πέρασε βέβαια αργότερα ωραίες στιγμές, αλλά συχνά κλείνονταν στον εαυτό της, συλλογίζονταν ή έκλαιγε στα κρυφά. Οι μνήμες κρατούμενων να πεθαίνουν ουρλιάζοντας της χάραξαν τη ζωή μέχρι τον δικό της θάνατο».
Αντρέα Γκρούναου/Ειρήνη Αναστασοπούλου