Το Νομπέλ Λογοτεχνίας στον Πέτερ Χάντκε
10 Οκτωβρίου 2019Χαλκέντερος συγγραφέας, εμπαθής σχολιαστής των παφλασμών της επικαιρότητας, ανένδοτος λάτρης των πιο ταπεινών δειγμάτων της απλής πραγματικότητας, πιστός στο λευκό κρασί τελευταίας σοδιάς και συστηματικός εκμαυλιστής ωραίων ηθοποιών, ο Πέτερ Χάντκε παραμένει μέχρι σήμερα σε όλες του τις εκφάνσεις ένας οργισμένος νέος. Από το 1966, όταν μόλις εικοσιτετράχρονος τολμούσε να πει καταπρόσωπο στους καλύτερους συγγραφείς της μεταπολεμικής Γερμανίας που είχαν συγκεντρωθεί στο Πρίνστον ότι είναι «ανίκανοι να περιγράψουν τον κόσμο», ως το 2006, όταν παρευρίσκεται στην κηδεία του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, τον οποίο βλέπει σαν μια τραγική φιγούρα μέσα στη διάλυση της παλιάς Γιουγκοσλαβίας.
Οι αρχές της οργής και η επική γραφή
Όπως τόσο συχνά θα πρέπει να αναζητήσει κανείς την καταγωγή της οργής στα παιδικά χρόνια, τα οποία ο Χάντκε πέρασε σε φτωχικές συνθήκες στη γενέτειρά του, το Γκρίφεν της Καρεντίας, στην Αυστρία. Η μητέρα του είναι πλύστρα, ο άνδρας της πίνει και τη δέρνει. Μόλις λίγο πριν πάρει το απολυτήριο γυμνασίου ο Χάντκε μαθαίνει την αλήθεια: ο μέθυσος είναι απλά πατριός του, ο ίδιος είναι νόθο παιδί ενός Γερμανού στρατιώτη. Το 1961 αρχίζει νομικές σπουδές στο Γκρατς, τις οποίες εγκαταλείπει όταν ο οίκος Ζούρκαμπ δέχεται το χειρόγραφο του πρώτου έργου του, που εκδίδεται το 1965 με τίτλο «Σφήκες». Η μητέρα του θα αυτοκτονήσει το 1971 και ο γιος της εμπνέεται από τον θάνατό της το πεζό «Αμέριμνη Δυστυχία».
Στις δεκαετίες του 60 και του 70 ο Χάντκε καθιερώνεται ως ένας από τους αντάρτες στο γερμανόφωνο λογοτεχνικό στερέωμα. Το 1966 γίνεται πασίγνωστος μετά την επιτυχία του πρώτου θεατρικού του έργου με τίτλο «Βρίζοντας το κοινό» που ανεβάζει σε ένα θεατράκι της Φραγκφούρτης ο μετέπειτα διάσημος σκηνοθέτης Κλάους Πάιμαν. Η αμφισβήτηση των τετριμμένων γνωστικών σχημάτων για την πρόσληψη της πραγματικότητας είναι το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα της σκέψης και της πρόζας του Χάντκε. Όλα αυτά τα χρόνια αγωνίζεται να διαμορφώσει μια μοντέρνα «επική γραφή», μέσα από την οποία η πραγματικότητα αφήνεται να πει μόνη της το τραγούδι της χωρίς τα μαλάματα και τα φτιασίδια και τα γιατροσόφια των δικών μας στερεότυπων γι’ αυτήν.
Η αποβολή και η επάνοδος
Στα στερεότυπα αντιτάχθηκε ο Πέτερ Χάντκε και στην κατ’ εξοχήν πολιτική περίοδό του, τη δεκαετία του 90, όταν με μια σειρά κειμένων και ταξιδιωτικών σημειώσεων στηλίτευσε τις δυτικές επιλογές σε σχέση με τη διαλυόμενη Γιουγκοσλαβία. Ο Χάντκε προσπάθησε να δείξει ότι η απόλυτη ενοχοποίηση της μιας μόνο πλευράς σε έναν εμφύλιο και η εθελοτυφλία στις ευθύνες της άλλης είναι παραλογισμός και κατάφωρη αδικία. Αυτή η υπόμνηση ωστόσο εκλήφθηκε ως συμπόρευση με τη σερβική πλευρά σε μια περίοδο που η Δυτική Ευρώπη προετοιμαζόταν για τον κολασμό των ενόχων Σέρβων. Ο Χάντκε κηρύχθηκε τότε αποσυνάγωγος. Στο μεταξύ τα χρόνια πέρασαν και οι αντιδράσεις για την αντισυμβατική πολιτική του τοποθέτηση υποχώρησαν. Και τώρα ήρθε η ώρα για το Νομπέλ.
Σπύρος Μοσκόβου