Χωρίζουν οι δρόμοι ΔΝΤ-Ευρωζώνης στο ελληνικό πρόγραμμα;
1 Ιουνίου 2018Αναφερόμενη στο αυριανό Washington Group που θα γίνει στο περιθώριο του G7 στον Καναδά, η οικονομική εφημερίδα Handelsblatt σημειώνει ότι «σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί συμφωνία το Σάββατο […], η οικονομική συμμετοχή του ΔΝΤ θα αποτελούσε παρελθόν. Δεδομένων των διαμετρικά αντίθετων θέσεων, η Κ.Ο. της Χριστιανικής Ένωσης, για την οποία η συμμετοχή του Ταμείου ήταν ανέκαθεν πολύ σημαντική, δρομολογεί τώρα μια αλλαγή πλεύσης». Το δημοσίευμα παραπέμπει σε πρόσφατη δήλωση του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου της CDU/CSU για θέματα προϋπολογισμού Ρέμπεργκ, που επισήμανε ότι η οικονομική συμμετοχή του ΔΝΤ δεν είναι πλέον αναγκαία και πως εάν επιμείνει σε γενναία ελάφρυνση του χρέους, αυτό δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό.
«Η Χριστιανική Ένωση δεν θέλει λοιπόν να εγκρίνει ελάφρυνση ύψους πολλών δις, απλώς για να εμβάσει το ΔΝΤ εντέλει μόλις 1,6 δις ευρώ. Με τη θέση αυτή συμφωνεί και η Χριστιανοκοινωνική Ένωση (CSU) για την οποία η συμμετοχή του ΔΝΤ ήταν απαράβατος όρος (σ.σ. για την έγκριση του τρίτου προγράμματος στήριξης της Ελλάδας). Και οι Χριστιανοκοινωνιστές προχωρούν σε αλλαγή πλεύσης. ‘Ήταν καλό που το ΔΝΤ συμμετείχε ενεργά στην εξυγίανση των δημοσιονομικών στην Ελλάδα’, λέει ο Χανς Μίχελμπαχ, αντιπρόεδρος της ομάδας της CSU στην Bundestag. Εάν όμως, όπως λέει, η περαιτέρω συνεργασία μεταξύ ΔΝΤ και Ευρωζώνης προϋποθέτει ένα κούρεμα χρέους, τότε οι δρόμοι μεταξύ των δυο πλευρών χωρίζουν εδώ. Πόσο μάλλον που η διαφαινόμενη οικονομική συμμετοχή με 1,6 δις ευρώ είναι πολύ μικρή. Την ίδια άποψη εκφράζει και ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της CSU για θέματα προϋπολογισμού Αλ. Ράινερ. ‘Λέγαμε πάντα ότι το ΔΝΤ πρέπει να συμμετέχει. Αλλά οι απαιτήσεις του ΔΝΤ για ελάφρυνση χρέους είναι υπερβολικές. Ισοδυναμούν σχεδόν με κούρεμα χρέους’. Ο Ράινερ εκτιμά πάντως ότι η Μέρκελ δεν αθετεί την υπόσχεσή της. ‘Όταν αποφασίσαμε τη συμμετοχή του ΔΝΤ, δεν ήταν γνωστοί αυτοί οι όροι’».
Πάντως, όπως σχολιάζει η Ηandelsblatt, παρότι η Χριστιανική Ένωση αντιμετωπίζει το πρόβλημα με το ΔΝΤ πιο χαλαρά απ' ό,τι παλαιότερα, η υπόθεση παραμένει δυσάρεστη για την καγκελάριο αφού «έχει δώσει δημοσίως το λόγο της. Υπάρχει όμως μια μικρή παρηγοριά: ακόμη κι αν δεν εμβάσει άλλα χρήματα, το ΔΝΤ θα συνεχίσει να έχει συμβουλευτικό ρόλο τόσο μέχρι το τέλος του προγράμματος όσο και στους μετέπειτα ελέγχους».
«Ciao amore!»
Με τίτλο «Ciao amore! Η Ιταλία αυτοκαταστρέφεται – και παρασέρνει και την Ευρώπη» κυκλοφορεί το πρωτοσέλιδο της νέας έκδοσης του περιοδικού Spiegel. Σε πολυσέλιδο αφιέρωμα το γερμανικό περιοδικό αναφέρεται στο μέλλον της Ιταλίας μετά τον σχηματισμό κυβέρνησης από τα δυο λαϊκίστικα κόμματα και πώς αυτή η εξέλιξη θα επηρεάσει ολόκληρη την Ευρώπη και κυρίως την οικονομία της.
Το περιοδικό σχολιάζει μεταξύ άλλων: «Και τώρα λοιπόν η Ιταλία, ιδρυτικό μέλος της ΕΕ, πυλώνας του ΝΑΤΟ και τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης; Όταν αυτή η χώρα κλυδωνίζεται, τότε σείεται ολόκληρο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Τώρα έρχεται η εκδίκηση για το γεγονός ότι μετά την οριακή παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ, η ΕΕ δεν βρήκε ποτέ τη δύναμη να προβεί σε ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης. Και επίσης για το γεγονός ότι η καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ δεν έδωσε ποτέ καμία απάντηση στις ιδέες του γάλλου προέδρου Εμμανουέλ Μακρόν για την Ευρώπη.
Ποτέ δεν υπήρχε πολύς χρόνος για μεταρρυθμίσεις. Τώρα όμως, με την ιταλική κρίση, ο χρόνος φαίνεται να τελειώνει πραγματικά. Συμφωνία στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή – ακόμη και οι αισιόδοξοι δεν περιμένουν κάτι περισσότερο από αυτό από τη σημαντική Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ στα τέλη Ιουνίου. Ο φόβος ενδεχόμενης κατάρρευσης της Ιταλίας κάνει τώρα ακόμη πιο δύσκολο για την Άγκελα Μέρκελ να κινηθεί προς τον Μακρόν. Διότι ποιος γερμανός συντηρητικός ψηφίζει ένα νέο προϋπολογισμό για την αντιμετώπιση κρίσεων όταν η πρώτη κρίση βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη; Η ΕΕ ήθελε να ξεκινήσει με τον Μακρόν μια περίοδο μεταρρυθμίσεων, η Ιταλία όμως την παρασέρνει και πάλι στη δίνη της κρίσης. Αυτό δεν ισχύει μόνον για τη μεταρρύθμιση της Ευρωζώνης, αλλά για σχεδόν όλα τα μεγάλα πολιτικά πρότζεκτ».
Αλεξάνδρα Κοσμά