70 χρόνια Ινστιτούτο Γκαίτε
24 Νοεμβρίου 2021Είναι όντως το ινστιτούτο Γκαίτε ένας… χαμαιλέοντας; Τουλάχιστον η βιογραφία, η οποία εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Klett-Cotta-Verlag του αφήνει κάτι τέτοιο να εννοηθεί… Πρόκειται για ένα βιβλίο με την υπογραφή της νέας προέδρου του Ινστιτούτου Γκαίτε Καρόλα Λεντς, που εξελέγη πέρυσι, και της εθνολόγου Μαρί-Κρίστιν Γκάμπριελ. Και δεν είναι απλώς ένα βιβλίο με αφορμή την στρογγυλή επέτειο: Η Κάρολα Λεντς και η Μαρί-ΚρίστινΓκάμπριελ αναπολούν κριτικά και αναλυτικά -σε μια ιστορία, όπως τονίζει η πρόεδρός του, «διαρκούς επανεφεύρεσης».
Αυτή ξεκίνησε στη μεταπολεμική Γερμανία, το 1951, όταν το Goethe-Institut στο Μόναχο άνοιξε για πρώτη φορά της πόρτες του - έξι χρόνια αφότου ο προκάτοχός του αναγκάστηκε να κλείσει τις δικές του: Η «Deutsche Akademie», που ιδρύθηκε το 1925, είχε μετατραπεί σε εργαλείο προπαγάνδας των Εθνικοσοσιαλιστών. Μόλις στο τέλος του πολέμου οι Αμερικανοί κατέστρεψαν αυτό το μηχανισμό που θεώρησαν ότι ήταν «το πανευρωπαϊκό κέντρο προπαγάνδας και κατασκοπείας» των Ναζί. Η επανίδρυση του ως Goethe-Institut σηματοδότησε ένα νέο πολιτικό ξεκίνημα.
Στην Αθήνα το πρώτο ινστιτούτο Γκαίτε
Αρχικά το ινστιτούτο Γκαίτε προσέλκυε καθηγητές γερμανικών από όλο τον κόσμο στη Γερμανία, με σκοπό να τους εκπαιδεύσει. Όμως η διδασκαλία γλωσσών στο εξωτερικό πέρασε πολύ σύντομα στο προσκήνιο. Για το σκοπό αυτό άλλωστε ιδρύθηκαν νέα παραρτήματα του ινστιτούτου στο εξωτερικό, με το πρώτο εξ αυτών το 1952 στην Αθήνα. Ακολούθησαν μέχρι το 1961 ακόμη 53 ινστιτούτα σε χώρες του εξωτερικού, ενώ σήμερα υπάρχουν σύνολο 158 σε 98 χώρες.
Μεταξύ 1958 και 1963, η Αφρική μετακινήθηκε στο επίκεντρο του Ινστιτούτου Γκαίτε και ένα δίκτυο παραρτημάτων του Γκαίτε σύντομα εξαπλώθηκε σε όλη την αφρικανική ήπειρο.
Ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν ένα από τα πιο συναρπαστικά κεφάλαια στην ιστορία του ινστιτούτου. Στον τομέα της εξωτερικής πολιτιστικής πολιτικής, η διαιρεμένη Γερμανία αγωνιζόταν επίσης για να εδραιώσει τη δύναμή της και την επιρροή της, και αυτό όχι μόνο από τα κεντρικά του ινστιτούτου στο Μόναχο. Η Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας έβαλε στον αγώνα το Ινστιτούτο Herder, που ιδρύθηκε στη Λειψία το 1951. Ο ανταγωνισμός μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας συνεχίστηκε και στην αρένα των ινστιτούτων μέχρι την πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989.
Μετά το 1989, το Ινστιτούτο Γκαίτε άνοιξε παραρτήματα και την ανατολική Ευρώπη. Ήδη το 1992, ένα σενάριο απίθανο μερικά χρόνια πριν, ο τότε ομοσπονδιακός υπουργός Εξωτερικών Κλάους Κίνκελ εγκαινίασε το ινστιτούτο Γκαίτε στη Μόσχα!
Παγκόσμια ερωτηματα με απαντήσεις από κοινού
«Στην πολιτιστική δουλειά», λέει τώρα η πρόεδρος του Γκαίτε, Καρόλα Λεντς, «η μεγαλύτερη πρόκληση είναι η αύξηση των ανελεύθερων τάσεων, των αυταρχικών καθεστώτων που προσπαθούν όλο και περισσότερο να βρουν χώρους, ελεύθερους χώρους, περιορίζοντας και ελέγχοντας τις πνευματικές δραστηριότητες». Για το Goethe-Institut αυτό σημαίνει να ανακαλύψει πού μπορεί να γίνει ακόμα δουλειά και πού όχι - όπως συμβαίνει σήμερα στη Λευκορωσία. Σύμφωνα με την Λεντς, ένα από τα σημαντικά ζητήματα που παραμένουν στις προτεραιότητες του ινστιτούτου είναι «να αναπτυχθούν σταθερές δομές που ωστόσο επιτρέπουν την ανταλλαγή απόψεων και τις συναντήσεις».
Επιπλέον, στόχος είναι η ανάπτυξη κοινών απαντήσεων σε παγκόσμια ερωτήματα από κοινού με τους εταίρους: «Με τα ποικίλα, εξαιρετικά και συναρπαστικά λογοτεχνικά, μουσικά, ζωγραφικά και καλλιτεχνικά έργα, τα οποία φυσικά θέλουμε επίσης να αναδείξουμε, θα θέλαμε να έρθουμε σε επαφή και να συζητήσουμε με τους ανθρώπους».
Η πρόεδρος του Γκαίτε θεωρεί το ινστιτούτο «καλά εξοπλισμένο» για τον ρόλο του στην παγκόσμια δικτύωση μεταξύ των λαών. Αλλά υπάρχει και κάτι που θα ήθελε να συμπεριλάβουν στην λίστα τους τα κόμματα του συνασπισμού στη Γερμανία: «Θα ήταν καλό και η νέα κυβέρνηση να αναγνωρίσει ότι ο πολιτισμός πρέπει να είναι ουσιαστικό μέρος της εξωτερικής πολιτικής». Όπως επισημαίνει η Λεντς, «αν θέλουμε να συνεχίσουμε να έχουμε διεθνώς φίλους και να δεχόμαστε ερεθίσματα από όλο τον κόσμο για παγκόσμιες συζητήσεις που λαμβάνουν χώρα και εδώ στη Γερμανία».
Στέφαν Ντέγκε
Επιμέλεια: Χρύσα Βαχτσεβάνου