80 χρόνια Gaslight: Από το θρίλερ στην ψυχολογία
13 Ιουνίου 2024"Gaslighting” σημαίνει στην ψυχολογία ότι κάποιος χειραγωγεί κάποιον άλλον με ψέματα, με αποτέλεσμα το θύμα να καταλήγει να αμφιβάλλει για την ίδια τη λογική του, τις αναμνήσεις και τις εντυπώσεις του. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει μία διαπροσωπική σχέση – μαζί με άλλες έννοιες όπως το “ghosting”.
Πώς προέκυψε ο όρος;
Έμπνευση για τον όρο gaslighting αποτέλεσε το θεατρικό έργο “Gas Light” του Πάτρικ Χάμιλτον (1904-1962), το οποίο έχει γυριστεί πολλές φορές και σε ταινία. Πριν από 80 χρόνια – το καλοκαίρι του 1944 – προβλήθηκε η πλέον διάσημη κινηματογραφική διασκευή: το Gaslight («Εφιάλτης» ο ελληνικός τίτλος) με την Ίνγκριντ Μπέργκμαν και την Άντζελα Λάνσμπερι, η οποία έκανε την πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση στο ψυχολογικό αυτό θρίλερ και ήταν και υποψήφια για Όσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου.
Στην κλασική αυτή ταινία ο Γκρέγκορι Άντον (Σαρλ Μπουαγιέ) κάνει το παν για να βγάλει τη γυναίκα του, την Πόλα Άλκβιστ (Μπέργκμαν), τρελή. Τρελή από την αγάπη της για εκείνον η Πόλα δεν θέλει να πιστέψει πως ο άντρας της είναι ένας κλέφτης και δολοφόνος, πως σκότωσε τη θεία της, πως έχει ως μοναδικό σκοπό να της πάρει τα κοσμήματα. Τα βράδια που η Πόλα μένει μόνη της συμβαίνουν διάφορα παράξενα πράγματα στο σπίτι, όπως μία λάμπα αερίου που τρεμοπαίζει και σβήνει μυστηριωδώς (σε αυτήν τη λάμπα αναφέρεται και ο τίτλος της ταινίας), πράγματα που η Πόλα δεν μπορεί να εξηγήσει – και ο άντρας της την πείθει πως είναι όλα αποκύημα της φαντασίας της. Με τον ρόλο της Πόλα Άλκβιστ η Μπέργκμαν κέρδισε στα 29 της χρόνια το πρώτο από τα συνολικά τρία Όσκαρ της καριέρας της.
Η ψυχολογική κακοποίηση του gaslighting συμβαίνει – όπως και στην ταινία – συχνά στα πλαίσια μίας στενότερης σχέσης και για αρκετό καιρό. Το θύμα είναι αρχικά μπερδεμένο και μετά από λίγο αρχίζει να αμφιβάλλει για τη διαύγειά του – και ενίοτε καταλήγει ακόμη και να υιοθετεί την πραγματικότητα του gaslighter.
Πού εμφανίζεται το gaslighting;
Πριν από ενάμισι χρόνο το αμερικανικό λεξικό Merriam-Webster έχρισε τον όρο gaslighting ως τη λέξη της χρονιάς. Η ένωση ψυχολόγων APA (American Psychological Association) τονίζει πως το gaslighting είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται μάλλον στην καθομιλουμένη, αν και εμφανίζεται ορισμένες φορές και στη βιβλιογραφία του κλάδου. Τακτικές του gaslighting ακολουθούν συνήθως άνθρωποι με αντικοινωνικές (ακόμη και ναρκισσιστικές) διαταραχές προσωπικότητας, ενώ οι ψυχολογικές επιπτώσεις ενδέχεται να είναι πολύ σοβαρές για τα θύματα. Το gaslighting αποτελεί ένα φαινόμενο που μπορεί να εμφανιστεί σχεδόν παντού: σε ερωτικές, φιλικές και οικογενειακές σχέσεις, αλλά και στα μέσα ενημέρωσης και την πολιτική, ακόμη και στην ιατρική – όταν για παράδειγμα οι νοσηλευτές ή ο γιατρός θεωρούν πως όλα τα συμπτώματα που αναφέρει ένας ασθενής «είναι απλώς στο μυαλό του».
Ο ψυχοθεραπευτής και συγγραφέας μπεστ σέλερ Μπράιαντ Γουέλτς παρατήρησε από νωρίς πως ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα gaslighting είναι οι τακτικές που ακολουθεί ο Τραμπ. Όπως αναλύει στο βιβλίο του με τίτλο State of Confusion: Political Manipulation and the Assault on the American Mind, ο Τραμπ επιδιώκει μονίμως να προκαλέσει σύγχυση, να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη στα συστημικά μέσα και προωθεί διαρκώς τη δική του κοσμοθεωρία, περνώντας εμμέσως στον κόσμο και την κοινή γνώμη μία ψεύτικη εκδοχή της πραγματικότητας.
Από τα sitcoms στην καθομιλουμένη
Το 2017 ο καθηγητής δημοσιογραφίας Μπεν Γιαγκόντα διερεύνησε την ιστορία του όρου gaslighting, διαπιστώνοντας πως η λέξη χρησιμοποιούνταν σε διάφορα sitcoms της δεκαετίας του 1950, σε συνάρτηση με τη συμπεριφορά του Μπουαγιέ στο Gaslight. Μέσα στα επόμενα χρόνια ο όρος άρχισε να χρησιμοποιείται και από επιστήμονες, ενώ από τη δεκαετία του 1980 διευρύνθηκε η χρήση του όρου και στην καθομιλουμένη.
Ο Γιαγκόντα άκουσε τη λέξη για πρώτη φορά το 1989, όταν πήρε συνέντευξη από τη 19χρονη Ούμα Θέρμαν για το Rolling Stone. Τα τελευταία οκτώ χρόνια και απ’ όταν εξελέγη ο Ντόναλντ Τραμπ στην αμερικανική προεδρία, ο όρος χρησιμοποιείται πλέον σχεδόν καθημερινά.
Επιμέλεια: Γιώργος Πασσάς