1. Μετάβαση στο περιεχόμενο
  2. Μετάβαση στο κύριο μενού
  3. Μετάβαση σε περισσότερους ιστοτόπους της DW
ΠολιτικήΗνωμένες Πολιτείες Αμερικής

FAZ: Ένας αλλοπρόσαλλος αυταρχικός εναντίον ενός αδύναμου

7 Μαρτίου 2024

Ο γερμανικός Τύπος για τη σαρωτική νίκη του Τραμπ, τις απεργίες στη Γερμανία και τον ρόλο της νομισματικής πολιτικής στην καταπολέμηση του πληθωρισμού.

Ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Τζο Μπάιντεν
Ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Τζο Μπάιντεν

Ο μεγάλος νικητής της «Σούπερ Τρίτης» δεν ήταν άλλος από τον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος σάρωσε σε όλες τις σημαντικές πολιτείες, συμπεριλαμβανομένης της Καλιφόρνιας, τη Βόρειας Καρολίνας και του Τέξας. Μετά το σαφές εκλογικό αποτέλεσμα υπέρ του Τραμπ, η Νίκι Χέιλι ανακοίνωσε πως αποσύρεται από την κούρσα για το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων.

«Ο πολιτικός ανταγωνισμός φαίνεται ευνοϊκός για τον Τραμπ. Οι Αμερικάνοι έχουν αγανακτήσει με τις μεταναστευτικές ροές που φτάνουν σε επίπεδα ρεκόρ και τον πληθωρισμό, θέματα για τα οποία θεωρούν υπεύθυνο τον Μπάιντεν», γράφει η Süddeutsche Zeitung. «Ωστόσο, η Χέιλι απέδειξε πως περισσότερο από ένα τρίτο των Ρεπουμπλικάνων έχουν βαρεθεί το χάος, τις εκδικητικές διαθέσεις και τις δικτατορικές φαντασιώσεις του Τραμπ. Και χωρίς τις ψήφους τους ο Τραμπ δεν μπορεί να κερδίσει στις προεδρικές εκλογές».

Η Χέιλι απέδειξε πως ένα τρίτο των Ρεπουμπλικάνων απορρίπτει τον ΤραμπΕικόνα: Chris Carlson/AP/dpa/picture alliance

«Τον Νοέμβριο οι Αμερικάνοι θα έχουν ακριβώς τις εκλογές που δεν ήθελαν να έχουν», σχολιάζει η Frankfurter Allgemeine Zeitung. «Από τη μία πλευρά θα βρίσκεται ο Τραμπ, ο οποίος τέσσερα χρόνια μετά δεν έχει αποδεχθεί την ήττα του και διψάει για εκδίκηση. Και από την άλλη, ο Τζο Μπάιντεν ο οποίος θα έχει τον αντίπαλο που προτιμάει, αυτόν για τον οποίο λέει πως είναι ο μόνος που διαθέτει την ικανότητα να τον κερδίσει. Στην πραγματικότητα ισχύει το εξής: ο Τραμπ είναι ο μόνος αντίπαλος τον οποίο μπορεί να κερδίσει ο Μπάιντεν. Και ακόμη και σε αυτό υπάρχει αμφιβολία.

[…] Μέχρι τον Νοέμβριο μπορούν να συμβούν ακόμη πολλά. Σήμερα όμως φαίνεται καθοριστικό το ποια αδυναμία θα αποδειχθεί σημαντικότερη: η απρόβλεπτη και αυταρχική συμπεριφορά του Τραμπ ή τα σημάδια γήρανσης του Μπάιντεν», καταλήγει η εφημερίδα της Φρανκφούρτης.

Ο Βεζέλσκι βαδίζει σε επικίνδυνο μονοπάτι

Οι απεργιακές κινητοποιήσεις των σιδηροδρομικών υπαλλήλων συνεχίζονται στη Γερμανία – το ίδιο και οι διαπραγματεύσεις. Κύριο αίτημα της Γερμανικής Ένωσης Μηχανοδηγών (GDL) είναι η μείωση των εβδομαδιαίων ωρών εργασίας από τις 38 στις 35 ώρες. Οι διαμεσολαβητές αντιπρότειναν να μειωθούν οι ώρες εργασίας σταδιακά στις 36 ώρες – και δη χωρίς να υπάρξει αντίστοιχη μείωση στις απολαβές των υπαλλήλων. Όμως ο επικεφαλής του συνδικάτου GDL Κλάους Βεζέλσκι δεν ανέφερε την ύπαρξη αυτής της πρότασης, καλώντας εκ νέου σε απεργίες.

«Ο Βεζέλσκι βαδίζει σε επικίνδυνο μονοπάτι», εκτιμά η tageszeitung. «Το γεγονός ότι αναφέρθηκε “κατά λάθος” μία ανακρίβεια για ένα κύριο σημείο διαφωνίας στις συλλογικές διαπραγματεύσεις βλάπτει σοβαρά τον σκοπό του».

Ο Κλάους ΒεζέλσκιΕικόνα: Carsten Koall/dpa/picture alliance

Κατά την εφημερίδα του Βερολίνου «ο Βεζέλσκι έχει πέσει σε μία παγίδα, από την οποία δύσκολα μπορεί να βγει». Διότι έχει τη στήριξη πολλών μικρότερων σιδηροδρομικών εταιρειών, πετυχαίνοντας έτσι να πιέσει περισσότερο την DB. Ταυτοχρόνως όμως «τα περιθώρια του για συμβιβασμούς έχουν στενέψει δραματικά. Σε κάθε περίπτωση ωστόσο το πρόβλημα αυτό δεν μπορεί να λυθεί με τεχνάσματα».

«Ο Βεζέλσκι επιμένει στο όλα ή τίποτα», τονίζει η S.Z. «Είναι καιρός όμως να σταματήσει τις διαρκείς απεργίες και να αναζητήσει μία λύση μέσω των διαπραγματεύσεων. Και κάτι τέτοιο είναι εφικτό βάσει της πρότασης των διαμεσολαβητών. Εάν η GDL εξοργίσει τον κόσμο κλιμακώνοντας την κατάσταση με αιφνιδιαστικές απεργίες, τότε θα αυξηθεί η πίεση προς τους πολιτικούς για τον περιορισμό των εργατικών κινητοποιήσεων σε κρίσιμες υποδομές όπως στις μεταφορές. Και με αυτόν τον τρόπο ο Βεζέλσκι θα έχει αποδυναμώσει και όλα τα εκατομμύρια εργαζομένων της Γερμανίας που αγωνίζονται για τα συμφέροντά τους με τρόπο αναλογικό».

ΗΒ: Υπερεκτιμημένη η νομισματική πολιτική

Σήμερα Πέμπτη (7 Μαρτίου) συνεδριάζει το διοικητικό συμβούλιο της Ε.Κ.Τ. και ένα από τα πλέον επίμαχα ζητήματα είναι το εάν θα ληφθεί η απόφαση για μείωση των επιτοκίων.

Η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν ΛαγκάρντΕικόνα: Giannis Panagopoulos/Eurokinissi/ANE/picture alliance

«Είναι σχεδόν βέβαιο πως η Κριστίν Λαγκάρντ θα τονίσει πως η νομισματική πολιτική εξαρτάται από τα στοιχεία και πως δεν υπάρχουν ακόμη αρκετά τέτοια, ιδίως από την αγορά εργασίας, ώστε να είναι σε θέση να πει περισσότερα σχετικά με το χρονοδιάγραμμα της πρώτης μείωσης των επιτοκίων», σχολιάζει η οικονομική επιθεώρηση Handelsblatt.

«Η νομισματική πολιτική έχει μικρότερες δυνατότητες επιρροής των πραγμάτων, απ’ όσο συχνά της αποδίδεται. Πράγματι, οι κεντρικές τράπεζες κινούν τις κεφαλαιαγορές. Όσον αφορά όμως την κύρια δραστηριότητά τους, δηλαδή το να κρατήσουν υπό έλεγχο τον πληθωρισμό, ο ρόλος τους συχνά υπερεκτιμάται».

Η HB θεωρεί πως «επί του παρόντος το μόνο που πρέπει να κάνουμε είναι να μην υποπέσουμε σε άλλα σημαντικά λάθη έως ότου ο πληθωρισμός να πλησιάσει στο 2%. Η Ε.Κ.Τ. πρέπει να διατηρήσει την πορεία της, να μην αφήσει την παραμικρή αμφιβολία για το ότι η καταπολέμηση του πληθωρισμού τίθεται σε προτεραιότητα, αλλά την ίδια στιγμή να μη φοβάται και να μειώσει τα επιτόκια εάν τα στοιχεία είναι κατάλληλα. Εν συνεχεία η νομισματική πολιτική μάλλον θα γίνει και πάλι τόσο βαρετή όσο ήταν πριν για αρκετό καιρό. Αυτή θα ήταν μία άκρως επιθυμητή εξέλιξη. Και τότε θα είναι πολύ πιο σημαντική η χάραξη της δημοσιονομικής πολιτικής».

Γιώργος Πασσάς Δημοσιογράφος στην Ελληνική Σύνταξη της DW και απόφοιτος νομικής.
Παράλειψη επόμενης ενότητας Ανακαλύψτε περισσότερα

Ανακαλύψτε περισσότερα

Παράλειψη επόμενης ενότητας Κύριο θέμα της DW

Κύριο θέμα της DW

Παράλειψη επόμενης ενότητας Περισσότερα άρθρα από την DW