O Boύτσιτς και ο γόρδιος δεσμός του Κοσσυφοπεδίου
31 Ιουλίου 2018Σπάνια ο πρόεδρος της Σερβίας δέχεται τόση σκληρή κριτική στη χώρα του, όχι μόνο από την αντιπολίτευση, που είναι αυτονόητο, αλλά από την ισχυρή Ορθόδοξη Εκκλησία της Σερβίας καθώς και από μια σιωπηρή πλειοψηφία εντός του κυβερνώντος κόμματος. Παρά τις πιέσεις, ο ίδιος θέλει να δώσει λύση στη μακροχρόνια διένεξη Σέρβων και Αλβανών για το Κοσσυφοπέδιο. Το έχει υποσχεθεί μάλιστα στο παρελθόν και στην καγκελάριο Άγκελα Μέρκελ. Σε αντάλλαγμα το Βερολίνο και οι Βρυξέλλες έκαναν τα στραβά μάτια για την κατάσταση στη σερβική δικαιοσύνη και τα ΜΜΕ της χώρας. Ο Βούτσιτς πρέπει έτσι τώρα να επιτύχει έναν συμβιβασμό για το Κοσσυφοπέδιο.
Την περασμένη εβδομάδα λοιπόν ο πρόεδρος της Σερβίας μίλησε για πρώτη φορά ξεκάθαρα. Έκανε λόγο για ανάγκη «διαχωρισμού» των δύο λαών. Σε διαφορετική περίπτωση οι Αλβανοί, λόγω των αυξημένων ποσοστών γεννήσεων, θα μπορούσαν να ενισχύσουν τη θέση τους στη σερβική ενδοχώρα, όπως είπε. Εάν δεν δοθεί άμεσα λύση ενδέχεται επίσης, σύμφωνα με τον Σέρβο πρόεδρο, να αυξηθεί η μαζική μετανάστευση Σέρβων που ζουν στην ύπαιθρο. Κάτι τέτοιο όμως ενδέχεται να έχει αρνητικές δημογραφικές συνέπειες. Ο πληθυσμός της Σερβίας θα μπορούσε να μειωθεί από επτά σε τέσσερα εκατομμύρια. Επίσης και η μικρή σερβική μειονότητα του Κοσσυφοπεδίου θα μπορούσε να συρρικνωθεί ακόμη περισσότερο.
Τι σημαίνει o «διαχωρισμός» Σέρβων και Αλβανών;
Ως «διαχωρισμό» πάντως τα σερβικά ΜΜΕ αντιλαμβάνονται την προσάρτηση του βόρειου Κοσσυφοπεδίου, όπου ζουν κατά πλειοψηφία Σέρβοι, στη Σερβία. Ως αντάλλαγμα η περιοχή της Κοιλάδας του Πρέσεβο στη νότια Σερβία, όπου ζουν κυρίως Αλβανοί, θα μπορούσε να ενωθεί με το Κοσσυφοπέδιο. «Μια διάσπαση θα σήμαινε για μένα πόλεμο» δήλωσε ωστόσο από την πλευρά του ο εκπρόσωπος τύπος της κυβέρνησης του Κοσσυφοπεδίου Ραμούς Χαραντινάι. Ο πρόεδρος του Κοσσυφοπεδίου Χασίμ Θάτσι είναι πάντως υπέρ της ενίσχυσης της αλβανικής μειονότητας στο Πρέσεβο και προειδοποιεί όμως συγχρόνως τους συμπατριώτες του για «επώδυνους συμβιβασμούς».
Η Γερμανία από την άλλη τάσσεται σαφώς κατά μιας νέας οριοθέτησης των συνόρων. Το Βερολίνο φοβάται ότι το παράδειγμα αυτό θα μπορούσαν στη συνέχεια να ακολουθήσουν η Βοσνία-Ερζεγοβίνη, το Μαυροβούνιο ή η πΓΔΜ. Ολόκληρη η περιοχή των Βαλκανίων θα μπορούσε και πάλι να βυθιστεί στο χάος όπως τη δεκαετία του ´90 κατά τον πόλεμο της πρώην Γιουγκοσλαβίας.
Το δύσκολο έργο του Βούτσιτς
Σε κάθε περίπτωση για την αναζήτηση λύσης στο καυτό θέμα του Κοσσυφοπεδίου, ο Βούτσιτς θα πρέπει πρώτα να έχει τη στήριξη των πολιτών, κάτι που απαιτεί σκληρή δουλειά. Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση το 71% των ερωτηθέντων είναι υπέρ της παραίτησης από τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις για την είσοδο της Σερβίας στην ΕΕ, εάν ορίζεται ως προϋπόθεση ότι το Κοσσυφοπέδιο θα πρέπει να αναγνωριστεί στη βάση του διεθνούς δικαίου. Το 43% των ερωτηθέντων τάσσεται επίσης υπέρ του «παγώματος» προς το παρόν της διένεξης Σερβίας-Κοσσυφοπεδίου μέχρις ότου έρθει μια καλύτερη χρονική συγκυρία για να ανοίξει το θέμα. Σε κάθε περίπτωση ο Βούτσις θα πρέπει να συνδέσει το ζήτημα του Κοσσυφοπεδίου με το πολιτικό του μέλλον όσο ακόμη έχει την υποστήριξη της πλειοψηφίας και πλέον των ψηφοφόρων, σύμφωνα με δημοσκοπήσεις.
Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι εδώ και πάνω από 150 χρόνια το Κοσσυφοπέδιο λόγω της μεγάλης θρησκευτικής του παράδοσης και των μεσαιωνικών του μοναστηριών θεωρείται αναπόσπαστο κομμάτι της σερβικής εθνικής ταυτότητας. Πολλοί το αποκαλούν «καρδιά της Σερβίας» ή «σερβική Ιερουσαλήμ». To Koσσυφοπέδιο αποσχίστηκε από τη Σερβία πριν από δέκα χρόνια, έπειτα από μια μεγάλη εξέγερση των Αλβανών, που αποτελούσαν την πλειοψηφία του πληθυσμού του, κατά της σερβικής καταπίεσης. Η ταραγμένη εκείνη περίοδος έληξε με την παρέμβαση του ΝΑΤΟ κατά της Σερβίας τον Μάρτιο του 1999. Η Σερβία έχασε έτσι τον έλεγχο του Κοσόβου, το οποίο αυτοανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος. Ωστόσο η Σερβία μέχρι σήμερα συνεχίζει να έχει κυριαρχικές αξιώσεις έναντί του και δεν αναγνωρίζει την ανεξαρτησία του. Εντούτοις 110 εκ των 193 χωρών του ΟΗΕ έχουν στο μεταξύ αναγνωρίσει το Κοσσυφοπέδιο ως ανεξάρτητο κράτος.
Τόμας Μπρέι, dpa / Δήμητρα Κυρανούδη